Το 33% αναμένουν μείωση ρευστότητας της επιχείρησή τους και το 46% ότι το επόμενο 6μηνο θα παραμείνει αμετάβλητη - Τα στοιχεία της έρευνας της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδας
Σταθερές σε γενικές γραμμές παραμένουν οι τάσεις σε σχέση με τις προσδοκίες των επιχειρήσεων για το επόμενο εξάμηνο, σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας επιχειρήσεων του “Βαρόμετρου ΚΕΕΕ” (Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδας), την οποία διεξήγαγε η “PALMOS ANALYSIS”.
Στα βασικά συμπεράσματα διαπιστώνεται ότι το 21% των επιχειρήσεων, οι οποίες συμμετείχαν στην έρευνα αναμένουν ότι το επόμενο εξάμηνο θα είναι καλύτερο από το αντίστοιχο περσινό, ενώ παράλληλα, αυξάνεται το ποσοστό των επιχειρήσεων, οι οποίες αναμένουν ότι το επόμενο εξάμηνο θα είναι περίπου ίδιο με το αντίστοιχο περσινό.
Η πανελλαδική Έρευνα Οικονομικής Συγκυρίας διεξάγεται δύο φορές το χρόνο, κατά τους μήνες Μάιο και Νοέμβριο, σε συνολικό δείγμα 2.400 ερωτώμενων (1.200 επιχειρήσεων και 1.200 καταναλωτών). Η έρευνα καλύπτει και τους τέσσερις τομείς της οικονομίας (βιομηχανία –μεταποίηση, υπηρεσίες, λιανικό εμπόριο και κατασκευές).
Προσδοκίες για το επόμενο εξάμηνο
Σταθερές σε γενικές γραμμές παραμένουν οι τάσεις σε σχέση με τις προσδοκίες των επιχειρήσεων για το επόμενο εξάμηνο, σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας επιχειρήσεων του «Βαρόμετρου ΚΕΕΕ».
Πιο συγκεκριμένα, το 21% των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα αναμένουν ότι το επόμενο εξάμηνο θα είναι καλύτερο από το αντίστοιχο περσινό (24% στην έρευνα του Νοεμβρίου 2023), ενώ το ποσοστό όσων αναμένουν ότι το επόμενο εξάμηνο θα είναι χειρότερο από το αντίστοιχο περσινό βρίσκεται στο 32% (έναντι 35% τον Νοέμβριο 2023). Παράλληλα, αυξάνεται το ποσοστό των επιχειρήσεων που αναμένουν ότι το επόμενο εξάμηνο θα είναι περίπου ίδιο με το αντίστοιχο περσινό (40% έναντι 35% τον Νοέμβριο 2023). Η εικόνα είναι σαφώς καλύτερη στις νησιωτικές Περιφέρειες Βορείου και Νοτίου Αιγαίου, όπου οι αισιόδοξες εκτιμήσεις υπερτερούν σαφώς των απαισιόδοξων, ενώ το υψηλότερο ποσοστό απαισιόδοξων εκτιμήσεων καταγράφεται στις Περιφέρεις Ηπείρου και Δυτικής Μακεδονίας. Οι αισιόδοξες εκτιμήσεις υπερτερούν – έστω και οριακά – των απαισιόδοξων μόνο στον τομέα των Κατασκευών. Η αισιοδοξία επικρατεί στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις (όσες έχουν ετήσιο κύκλο εργασιών άνω του 1.000.000 € και απασχολούν από 10 εργαζόμενους και πάνω), ενώ στον αντίποδα απαισιοδοξία επικρατεί στις πολύ μικρές επιχειρήσεις (όσες απασχολούν μέχρι 4 εργαζόμενους και έχουν κύκλο εργασιών μέχρι 100.000 € ετησίως, κυρίως ατομικές και μη κεφαλαιουχικές επιχειρήσεις).
Επιδείνωση καταγράφεται σε σχέση με τις εκτιμήσεις για την οικονομική κατάσταση της χώρας το επόμενο εξάμηνο, καθώς το ποσοστό όσων αναμένουν βελτίωση μειώνεται, από το 15% τον Νοέμβριο του 2023 στο 12% σήμερα, ενώ το ποσοστό όσων αναμένουν επιδείνωση, αυξάνεται από το 50% του Νοεμβρίου 2023, στο 56% σήμερα.
Σχεδόν σταθερές, σε σχέση με τον Νοέμβριο 2023, παραμένουν οι εκτιμήσεις για την εξέλιξη των πωλήσεων υπηρεσιών/προϊόντων κατά το επόμενο εξάμηνο: το 25% των επιχειρήσεων αναμένουν αύξηση των πωλήσεών τους κατά το επόμενο εξάμηνο (27% το Νοέμβριο 2023), ενώ μείωση προβλέπουν το 29% των επιχειρήσεων (όσο και τον Νοέμβριο 2023). Ο τομέας των Κατασκευών καταγράφει τη μεγαλύτερη αισιοδοξία (28% αναμένουν αύξηση, έναντι 19% που αναμένουν μείωση πωλήσεων το επόμενο εξάμηνο), ενώ σημαντική απαισιοδοξία καταγράφεται στον τομέα του Εμπορίου (21% αναμένουν αύξηση πωλήσεων το επόμενο εξάμηνο έναντι 38% που αναμένουν μείωση). Η απαισιοδοξία τροφοδοτείται κυρίως από τις πολύ μικρές επιχειρήσεις (ατομικές, μη κεφαλαιουχικές επιχειρήσεις, που απασχολούν μέχρι 4 εργαζόμενους και έχουν ετήσιο κύκλο εργασιών μέχρι 100.000 €), ενώ στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις (όσες απασχολούν πάνω από 5 εργαζόμενους και έχουν κύκλο εργασιών άνω του 1.000.000 € κυριαρχούν αισιόδοξες εκτιμήσεις). Σαφώς αισιόδοξες είναι οι εκτιμήσεις και των επιχειρήσεων με εξαγωγικό χαρακτήρα, καθώς το 38% αναμένουν αύξηση πωλήσεων κατά το επόμενο εξάμηνο, έναντι 16% που αναμένουν μείωση.
Ελαφρά θετικό είναι το ισοζύγιο των εκτιμήσεων για την εξέλιξη της συνολική απασχόλησης στις επιχειρήσεις, καθώς το 13% αναμένουν αύξηση έναντι 10% που αναμένουν μείωση της απασχόλησης (χωρίς σημαντικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με τον Νοέμβριο 2023). Η ισχυρότερη εκτίμηση για αύξηση της απασχόλησης καταγράφεται στην Περιφέρεια Αττικής (19% αναμένουν αύξηση της απασχόλησης στην επιχείρησή τους έναντι μόλις 7% που αναμένουν μείωση) ενώ η πιο αρνητική εικόνα καταγράφεται στις Περιφέρειες Ηπείρου και Δυτικής Μακεδονίας (10% αναμένουν αύξηση της απασχόλησης, έναντι 21% που αναμένουν μείωση). Κι εδώ ο τομέας των Κατασκευών καταγράφει την υψηλότερη προσδοκία αύξησης της απασχόλησης, ενώ στο τομέα του Εμπορίου καταγράφεται αρνητικό ισοζύγιο εκτιμήσεων. Οι μεγάλες και πολύ μεγάλες είναι αυτές που αναφέρουν σε πολύ υψηλά ποσοστά ότι αναμένουν αύξηση της απασχόλησης στο επόμενο εξάμηνο (51% σε όσες απασχολούν τουλάχιστον 50 εργαζόμενους και 42% σε όσες έχουν ετήσιο κύκλο εργασιών πάνω από 5.000.000 €).
Σχετικά σταθερή εικόνα καταγράφεται και στις εκτιμήσεις των επιχειρήσεων για την ρευστότητά τους κατά το επόμενο εξάμηνο: το 16% αναμένουν αύξηση της ρευστότητάς τους (όσο και τον Νοέμβριο 2023), έναντι 33% που αναμένουν μείωση ρευστότητας (από 36% τον Νοέμβριο 2023) και 46% που εκτιμούν ότι η ρευστότητά τους το επόμενο εξάμηνο θα παραμείνει αμετάβλητη (από 43% τον Νοέμβριο 2023). Βελτιωμένη εικόνα καταγράφεται κι εδώ στον τομέα των Κατασκευών (25% εκτιμούν ότι η ρευστότητά τους θα ενισχυθεί το επόμενο εξάμηνο έναντι 23% που αναμένου μείωση ρευστότητας), ενώ ο τομέας του Εμπορίου καταγράφει και σ αυτή την περίπτωση την αρνητική εικόνα (12% αναμένουν αύξηση ρευστότητας, έναντι 43% που αναμένουν μείωση). Και σε αυτή την περίπτωση το υψηλότερο ποσοστό όσων επιχειρήσεων αναμένουν αύξηση της ρευστότητας καταγράφεται στις επιχειρήσεις που απασχολούν από 50 εργαζόμενους και πάνω και έχουν κύκλο εργασιών άνω των 5.000.000 € (35%).
Αυξάνεται εκ νέου (σταθερά αυξητική τάση από τον Νοέμβριο του 2022 και την έναρξη των μετρήσεων του «Βαρόμετρου ΚΕΕΕ») το ποσοστό των επιχειρήσεων που δηλώνουν ότι οι δανειακές τους ανάγκες θα παραμείνουν αμετάβλητες κατά το επόμενο εξάμηνο, φθάνοντας πλέον στο 75%, ενώ μειώνεται στο 14% (από 18% τον Νοέμβριο 2023) το ποσοστό των επιχειρήσεων που αναμένουν αύξηση των δανειακών τους αναγκών το επόμενο εξάμηνο και παραμένει σχεδόν σταθερό το ποσοστό όσων αναμένουν μείωση (7% έναντι 8% τον Νοέμβριο 2023).
Μειώνεται εκ νέου (σταθερά πτωτική τάση από τον Νοέμβριο του 2022 και την έναρξη των μετρήσεων του «Βαρόμετρου ΚΕΕΕ») το ποσοστό των επιχειρήσεων που αναμένουν ότι η ικανοποίηση των δανειακών τους αναγκών θα γίνεται με δυσμενέστερους όρους κατά το επόμενο εξάμηνο (28% έναντι 31% τον Νοέμβριο του 2023 και 37% τον Νοέμβριο του 2022), χωρίς ωστόσο να αυξάνεται το ποσοστό όσων θεωρούν ότι η ικανοποίηση των δανειακών αναγκών τους θα πραγματοποιείται με ευνοϊκότερους όρους το επόμενο εξάμηνο (7% σήμερα έναντι 8% τον Νοέμβριο 2023).
Η πλειοψηφία των επιχειρήσεων εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν απαισιόδοξα το μέλλον του κλάδου τους για το επόμενο εξάμηνο: το ποσοστό όσων αναμένουν δυσμενέστερη κατάσταση αυξάνεται από το 53% το Νοέμβριο του 2023, στο 57% σήμερα, και το συνολικό ποσοστό όσων προβλέπουν βελτίωση της κατάστασης ή σταθερότητα μειώνεται αθροιστικά στο 41%, έναντι 44% τον Νοέμβριο του 2023. Η καλύτερη εικόνα καταγράφεται στον τομέα των Κατασκευών (56% αναμένουν στασιμότητα ή βελτίωση, έναντι 41% που αναμένουν επιδείνωση) και η χειρότερη στον τομέα του Εμπορίου (33% σταθερότητα ή βελτίωση έναντι 65% επιδείνωση). Και στο δείκτη αυτό η καλύτερη εικόνα καταγράφεται στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις (όσες απασχολούν πάνω από 25 εργαζόμενους και έχουν ετήσιο κύκλο εργασιών πάνω από 1.000.000 €) και σε όσες έχουν εξαγωγικό χαρακτήρα.
Μειωμένο, σε σχέση με το Νοέμβριο του 2023, εμφανίζεται το ποσοστό των επιχειρήσεων που σχεδιάζει να προχωρήσει σε κάποιου είδους επένδυση, όπως αγορά ακινήτου ή πάγιο εξοπλισμό ή επέκταση δραστηριοτήτων κτλ., κατά το επόμενο εξάμηνο: από 28% το Νοέμβριο του 2023, στο 22% σήμερα. Τα υψηλότερα ποσοστά, όσων σχεδιάζουν κάποια επένδυση κατά το επόμενο εξάμηνο, καταγράφονται στους τομείς των Κατασκευών, στις επιχειρήσεις που απασχολούν από 5 εργαζόμενους και πάνω (και κυρίως σε όσες απασχολούν πάνω από 50 εργαζόμενους) και στις επιχειρήσεις με κύκλο εργασιών άνω των 100 χιλ. ευρώ (και κυρίως σε όσες έχουν ετήσιο τζίρο πάνω από 1.000.000 €).
Η πλειοψηφία των επιχειρήσεων προβλέπουν ότι οι τιμές των προϊόντων – υπηρεσιών τους κατά το επόμενο εξάμηνο θα παραμείνουν σταθερές (50%, έναντι 47% τον Νοέμβριο 2023), ενώ το 4% αναμένει μείωση των τιμών (όσο και τον Νοέμβριο 2023). Στον αντίποδα, 40% των επιχειρήσεων αναμένουν αύξηση των τιμών (έναντι 43% το Νοέμβριο του 2023), είτε στο επίπεδο του τρέχοντος πληθωρισμού (18%), είτε πάνω από το επίπεδο του τρέχοντος πληθωρισμού (17%), είτε κάτω από το επίπεδο του τρέχοντος πληθωρισμού (5%).
Οι αισιόδοξες εκτιμήσεις υπερτερούν –έστω και οριακά– των απαισιόδοξων στον τομέα των κατασκευών. Η αισιοδοξία επικρατεί στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις (όσες έχουν ετήσιο κύκλο εργασιών άνω του 1.000.000 € και απασχολούν περισσότερους από 10 εργαζόμενους), ενώ στον αντίποδα απαισιοδοξία επικρατεί στις πολύ μικρές επιχειρήσεις (όσες απασχολούν μέχρι 4 εργαζόμενους και έχουν κύκλο εργασιών μέχρι 100.000 € ετησίως -κυρίως ατομικές και μη κεφαλαιουχικές επιχειρήσεις).
Σχετικά σταθερή εικόνα καταγράφεται και στις εκτιμήσεις των επιχειρήσεων για τη ρευστότητά τους ενώ ελαφρά θετικό είναι και το ισοζύγιο των εκτιμήσεων για την εξέλιξη της συνολικής απασχόλησης στις επιχειρήσεις. Ακόμα, αυξάνεται εκ νέου το ποσοστό των επιχειρήσεων, οι οποίες δηλώνουν ότι οι δανειακές τους ανάγκες θα παραμείνουν αμετάβλητες.
“Οι ελληνικές επιχειρήσεις -και κυρίως οι μικρομεσαίες- αναμένουν, ότι με τη σταθερότητα σε βασικούς τομείς της οικονομίας, τον επανασχεδιασμό της φορολόγησης από την πολιτεία αλλά και μέτρα κατά του πληθωρισμού, δύνανται να επιτύχουν τους στόχους της ανάπτυξης και της προόδου. Έτσι, θα είναι σε θέση να υπερβούν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στο διεθνές περιβάλλον, καθώς η πανευρωπαϊκή αστάθεια και οι εξελίξεις στο διεθνές εμπόριο τις επηρεάζουν άμεσα. Ωστόσο, όπως δείχνουν ορισμένοι δείκτες του “Βαρόμετρου ΚΕΕΕ”, η κυβέρνηση πρέπει να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις, οι οποίες διευκολύνουν το επενδυτικό περιβάλλον και να τονώσει με ουσιαστικές παρεμβάσεις το ελληνικό επιχειρείν, την αγορά, το εμπόριο και τις επιχειρήσεις της παραγωγής” δήλωσε ο πρόεδρος της ΚΕΕΕ, Ιωάννης Μασούτης.
2. Οι καταναλωτές
Η Πανελλαδική έρευνα μεταξύ καταναλωτών εξακολουθεί να καταγράφει κλίμα προβληματισμού για το παρόν, λόγω της ακρίβειας που κυριαρχεί στις αναφορές για τα βασικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα. Ωστόσο, μειώνεται σημαντικά το ποσοστό όσων αναφέρουν ότι η οικονομική τους κατάσταση επιδεινώθηκε το εξάμηνο που μας πέρασε.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, το 46% (έναντι 56% το Νοέμβριο του 2023) των καταναλωτών δηλώνουν ότι η οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού τους επιδεινώθηκε το εξάμηνο που πέρασε και μόλις το 7% (έναντι 6% το Νοέμβριο του 2023) δηλώνουν ότι υπήρξε βελτίωση, ενώ το 47% (έναντι 38% το Νοέμβριο του 2023) δηλώνουν ότι η κατάσταση των οικονομικών του νοικοκυριού τους παρέμεινε αμετάβλητη. Παράλληλα, μειώνεται τόσο το ποσοστό όσων δηλώνουν απαισιόδοξοι για την εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης του νοικοκυριού τους κατά το επόμενο εξάμηνο (38%, έναντι 41% το Νοέμβριο του 2023) όσο και το ποσοστό όσων «βλέπουν» βελτίωση των οικονομικών τους κατά το επόμενο εξάμηνο (9% από 12% τον Νοέμβριο 2023), ενώ το 50% δεν αναμένουν κάποια ιδιαίτερη μεταβολή στα οικονομικά του νοικοκυριού τους (έναντι 46% το Νοέμβριο του 2023).
Εντονότερη απαισιοδοξία επικρατεί και σε σχέση με την εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης της χώρας στο επόμενο εξάμηνο, καθώς αυξάνεται στο 47% το ποσοστό όσων αναμένουν επιδείνωση (από 44% το Νοέμβριο του 2023) και μειώνεται στο 11% (από 13% το Νοέμβριο του 2023) το ποσοστό όσων δηλώνουν ότι αναμένουν βελτίωση, ενώ περίπου 4 στους 10 (38%) θεωρούν ότι η οικονομική κατάσταση της χώρας δεν θα μεταβληθεί ουσιαστικά (έναντι 39% το Νοέμβριο 2023).
Επιπλέον, όταν καλούνται να αποτιμήσουν την τρέχουσα οικονομική τους κατάσταση, τα μισά περίπου νοικοκυριά (51%) δηλώνουν ότι «τα φέρνουν ίσα – ίσα με το εισόδημά τους» (55% τον Νοέμβριο του 2023), ενώ το 32% (από 30% το Νοέμβριο του 2023) δηλώνουν ότι, είτε «τρώνε από τα έτοιμα» –υποχρεώνονται δηλαδή να αναλώνουν μέρος των αποταμιεύσεών τους σε ποσοστό 19% – ή χρεώνονται/δανείζονται για να τα βγάλουν πέρα (13%). Στον αντίποδα, περίπου 1 στα 7 νοικοκυριά (16%) αναφέρουν ότι έχουν τη δυνατότητα να αποταμιεύσουν, σε κάποιο βαθμό, στις τρέχουσες συνθήκες.
Η ακρίβεια είναι ο βασικός παράγοντας που τροφοδοτεί το κλίμα απαισιοδοξίας και αβεβαιότητας σε σχέση με την εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης στους καταναλωτές, καθώς το 62% την αναφέρουν ως το 1ο πρόβλημα στη χώρα σήμερα, ενώ συνολικά αναφέρεται από το 87% μέσα στα τρία βασικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα μας.
Πολύ πιο πίσω, από πλευράς ποσοστών, αναφέρονται ως 1ο πρόβλημα στη χώρα το σύστημα υγείας/τα νοσοκομεία (8% και 42% στο σύνολο των αναφερθέντων προβλημάτων), η οικονομία/ανάπτυξη (7% και 28% στο σύνολο) και η εγκληματικότητα/ανασφάλεια (6% και 39% στο σύνολο).
Η ανασφάλεια και ο φόβος είναι το βασικό συναίσθημα που δηλώνουν ότι νιώθουν οι καταναλωτές, σε σχέση με την οικονομική κατάσταση που βιώνουν σήμερα (38%) και ακολουθούν η απογοήτευση (34%), ο θυμός και η οργή (25%) και η απαισιοδοξία (20%). Ελπίδα (9%), αισιοδοξία (9%) και ηρεμία (6%) δηλώνουν ότι νιώθουν, σχετικά με τα οικονομικά τους δεδομένα, η μικρή μειοψηφία των καταναλωτών.
Μέσα σε αυτή την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, καταγράφεται σταθερότητα στην πρόθεση αποταμίευσης (στο 23%), στην πρόθεση πραγματοποίησης κάποιας σημαντικής αγοράς (25%, έναντι 24% το Νοέμβριο 2023), στην πρόθεση αναζήτησης τραπεζικού δανείου (11% έναντι 10% τον Νοέμβριο 2023), στην πρόθεση αγοράς αυτοκινήτου (7%, έναντι 6% το Νοέμβριο 2023) και στην πρόθεση αγοράς/ανέγερσης σπιτιού/διαμερίσματος (3% έναντι 4% τον Νοέμβριο 2023) ενώ μικρή κάμψη καταγράφεται στην πρόθεση ανακαίνισης/ επισκευής σπιτιού/ διαμερίσματος (10%, έναντι 14% το Νοέμβριο 2023). Με βάση τις απαντήσεις στην έρευνα και το βαθμό βεβαιότητας που εκφράζουν οι καταναλωτές, εκτιμάται ότι για το 2ο εξάμηνο του 2024 η αγορά επιβατικών αυτοκινήτων θα κινηθεί στα επίπεδα του 2023, καθώς το 1,4% των νοικοκυριών που δηλώνουν ότι «Σίγουρα» θα προβούν σε αγορά αυτοκινήτου» αντιστοιχεί σε περίπου 61.000 οχήματα* (το 2ο εξάμηνο του 2023 πουλήθηκαν συνολικά 64.123 επιβατικά οχήματα στην Ελλάδα). Αντίστοιχα, με βάση τις απαντήσεις στην έρευνα και το βαθμό βεβαιότητας που εκφράζουν οι καταναλωτές, ο εκτιμώμενος αριθμός ανακαινίσεων/επισκευών κατοικιών & διαμερισμάτων υπολογίζεται σε 65.000 ανά την επικράτεια, ο αντίστοιχος αριθμός αγοράς κατοικιών/διαμερισμάτων από καταναλωτές εκτιμάται σε 39.000 ακίνητα, ενώ ο αριθμός των αιτήσεων δανείων προς τις τράπεζες, από τους καταναλωτές, εκτιμάται σε 95.000 για το επόμενο εξάμηνο*.
Στο πλαίσιο των ad-hoc ερωτημάτων της έρευνας, διερευνήθηκαν οι απόψεις των καταναλωτών για το «Καλάθι του νοικοκυριού». Με βάση τα στοιχεία της έρευνας, περίπου 7 στους 10 καταναλωτές (69% έναντι 63% τον Νοέμβριο 2023) αγοράζουν προϊόντα από το «Καλάθι του νοικοκυριού», είτε εξ΄ ολοκλήρου (6%), είτε σε μεγάλο βαθμό (31%), είτε σε μικρό βαθμό (32%). Σε ποσοστό 48% – έναντι 40% τον Νοέμβριο 2023 – οι καταναλωτές θεωρούν ότι τα προϊόντα που περιλαμβάνονται στο «Καλάθι του νοικοκυριού» είναι ανώτερης (2%) ή αντίστοιχης ποιότητας (46%) από τα αντίστοιχα εκτός του «Καλαθιού», ενώ στον αντίποδα, το 41% θεωρούν ότι είναι χαμηλότερης ποιότητας (έναντι 46% τον Νοέμβριο 2023). Το 39% των καταναλωτών – έναντι 40% τον Νοέμβριο 2023 – θεωρούν ότι το μέτρο του «Καλαθιού του νοικοκυριού» ήταν γενικά θετικό, καθώς, είτε συνέβαλε στη συγκράτηση των τιμών ικανοποιητικά και ανακούφισε τους καταναλωτές (6%), είτε συνέβαλε ως ένα βαθμό στη συγκράτηση των τιμών, αλλά δεν έφτανε (33%). Στον αντίποδα, το 58% θεωρούν ότι το μέτρο αυτό δεν κατάφερε να συγκρατήσει την ακρίβεια (έναντι 54% τον Νοέμβριο 2023).
Παράλληλα, πάντα στο πλαίσιο των ad-hoc ερωτημάτων της έρευνας, διερευνήθηκαν οι απόψεις των καταναλωτών για το μέτρο μείωσης της ακρίβειας «Μείον 5%». Με βάση τα στοιχεία της έρευνας, περίπου 2 στους 3 καταναλωτές (66%) αγοράζουν προϊόντα από το με σήμανση «Μείον 5%», είτε εξ΄ ολοκλήρου (3%), είτε σε μεγάλο βαθμό (25%), είτε σε μικρό βαθμό (38%). Επιπλέον, το 36% των καταναλωτών θεωρούν ότι το μέτρο του «Μείον 5%» ήταν γενικά θετικό, καθώς, είτε συνέβαλε στη συγκράτηση των τιμών ικανοποιητικά (6%), είτε συνέβαλε ως ένα βαθμό στη συγκράτηση των τιμών, αλλά δεν έφτανε (30%). Στον αντίποδα, το 56% θεωρούν ότι το μέτρο αυτό δεν κατάφερε να συγκρατήσει την ακρίβεια.
Αναλυτικά το Βαρόμετρο της ΚΕΕΕ
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ:
- ΠΟΥ: 226 εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας έχουν σκοτωθεί από τις 7 Οκτωβρίου στο Λίβανο
- Επίδομα παιδιού: Πότε θα λάβουν χρήματα οι δικαιούχοι για την 5η και την 6η δόση
- Κυρανάκης: «Το πιθανό κύκλωμα πήγε να δηλώσει 45 ακίνητα σε Αγκίστρι, Ύδρα και Σπέτσες πάνω από 550.000 τ.μ.»
- Γκιουλέκας: Με χρονικό ορίζοντα το 2070 χρειάζεται να σχεδιάζονται σήμερα οι πόλεις
- Πιερρακάκης: Το θέμα χρηματοδότησης της Σχολής Καλών Τεχνών Φλώρινας έχει δρομολογηθεί
- Northvolt: Παραιτήθηκε ο CEO Πίτερ Κάρλσον μετά την αίτηση πτώχευσης
- Εθνική Ελλάδας: Με αντίπαλο τη Σκωτία για την άνοδο στη League A του Nations League!
- De Telegraaf: Συνάντηση του επικεφαλής του NATO Μαρκ Ρούτε με τον Ντόναλντ Τραμπ
Ακολουθήστε το financialreport.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις