Επιχειρήσεις

ΤτΕ: Οι ελληνικές τράπεζες να επιταχύνουν τη μείωση των NPEs

Να επιταχύνει τις προσπάθειες μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, καλεί τις ελληνικές τράπεζες η Τράπεζα της Ελλάδος, προκειμένου να συνεχιστεί η πορεία ανάκαμψης του χρηματοπιστωτικού συστήματος, όπως και το 2017.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την “Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος – Μάιος 2018”, της Τράπεζας της Ελλάδος, η βελτίωση των οικονομικών συνθηκών σε συνδυασμό με την εφαρμογή του τρίτου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής συνέβαλε στην εμπέδωση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
Όπως υποστηρίζει η ΤτΕ, το καθεστώς εποπτείας στη μετά το πρόγραμμα εποχή είναι μείζονος σημασίας, δεδομένου ότι η επιστροφή σε έναν ενάρετο κύκλο ανάπτυξης μέσω της απρόσκοπτης χρηματοδότησης από το χρηματοπιστωτικό σύστημα αποτελεί σημαντική πρόκληση.
Υπό το πρίσμα αυτό η ύπαρξη μιας προληπτικής πιστωτικής γραμμής σαν δικλείδα ασφαλείας θα μπορούσε να λειτουργήσει επικουρικά σε αυτή την προσπάθεια, εξασφαλίζοντας πρόσβαση, εάν χρειαστεί, σε φθηνά κεφάλαια του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ), την ‘παρέκκλιση’ (waiver), καθώς και τη συμμετοχή των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ στην κανονική περίοδο, αλλά κυρίως στην περίοδο επανεπένδυσης.
Αναφορικά με την πρόοδο που συντελέστηκε το 2017, η ΤτΕ υπενθυμίζει ότι η πρόοδος αυτή επιβραβεύθηκε από την αγορά, καθώς κατά το α΄ τρίμηνο του 2018 συντελέστηκε η αναβάθμιση του αξιόχρεου της χώρας από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης Standard & Poor’s (Β από 19.1.2018), Fitch (B από 16.2.2018) και Moody’s (Β3 από 21.2.2018).
Επιπροσθέτως, η πανευρωπαϊκή άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων του 2018 που διεξήχθη με τη μεθοδολογία της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών για τις ελληνικές τράπεζες, πιστοποίησε την κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων.
Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές προκλήσεις για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, οι οποίες δεν αφήνουν περιθώρια εφησυχασμού.
Η σημαντικότερη μεταξύ αυτών είναι η αποτελεσματική διαχείριση του υψηλού αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ), το οποίο συρρικνώθηκε περαιτέρω κατά τη διάρκεια του 2017 και ανήλθε στο τέλος του έτους σε 43,1% του συνολικού χαρτοφυλακίου (ή σε 95,6 δισεκ. ευρώ).
Παρόλα αυτά, επισημαίνεται, ότι ακόμη και αν τα πιστωτικά ιδρύματα επιτύχουν πλήρως τους επιχειρησιακούς στόχους, που έχουν θέσει μέχρι το τέλος του 2019 για την μείωση των ΜΕΑ το ποσοστό αυτών στο σύνολο του χαρτοφυλακίου θα διαμορφωθεί στο 35,2%.
Ταυτόχρονα, η πλήρης απεξάρτηση των πιστωτικών ιδρυμάτων από το μηχανισμό παροχής έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (Emergency Liquidity Assistance – ELA) (Απρίλιος 2018: 10,2 δισεκ. ευρώ, Δεκέμβριος 2017: 21,6 δισεκ. ευρώ), αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την ομαλοποίηση των συνθηκών χρηματοδότησης των τραπεζών, η οποία θα συμβάλει στην ενίσχυση της δραστηριότητας του πραγματικού τομέα της οικονομίας.

Η ανθεκτικότητα του τραπεζικού τομέα το 2017 διατηρήθηκε σε ικανοποιητικό επίπεδο

Οι ελληνικές τράπεζες περιόρισαν τις ζημίες μετά φόρων και διακοπτόμενων δραστηριοτήτων ύψους 476 εκατ. ευρώ, έναντι 2.635 εκατ. ευρώ το 2016.
Ειδικότερα, τα καθαρά έσοδα από τόκους μειώθηκαν κατά 2,7% σε σχέση με το 2016, εξαιτίας της συρρίκνωσης του δανειακού χαρτοφυλακίου και της μείωσης του επιτοκίου Euribor, καθώς και της μείωσης των τόκων από τα ομόλογα του επενδυτικού χαρτοφυλακίου των τραπεζών.
Αντίστοιχα, υποχώρησαν και τα έξοδα για τόκους, εξαιτίας της συνεχιζόμενης μείωσης της χρηματοδότησης από το μηχανισμό παροχής έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (ELA) της Τράπεζας της Ελλάδος.
Ωστόσο, το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο αυξήθηκε κατά 27 μονάδες βάσης το 2017 σε σχέση με το 2016 και διαμορφώθηκε σε 2,6%, παραμένοντας σημαντικά υψηλότερο από το αντίστοιχο μεσαίου μεγέθους τραπεζικών ομίλων στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ).
Συνολικά παρατηρήθηκε μικρή υποχώρηση των λειτουργικών κερδών το 2017 τα οποία διαμορφώθηκαν σε 3,98 δισεκ. ευρώ έναντι 4,07 δισεκ. ευρώ το 2016 (μείωση 2,1%), αλλά και του δείκτη αποτελεσματικότητας (λόγος λειτουργικών εξόδων προς έσοδα) των ελληνικών τραπεζών. Επισημαίνεται όμως ότι αυτός παραμένει σε επίπεδο χαμηλότερο από το μέσο όρο των μεσαίου μεγέθους τραπεζικών ομίλων της ΕΕ.
Το 2017 οι τράπεζες σχημάτισαν αυξημένες προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο κατά περίπου 26,4% σε σχέση με το 2016, (κόστος πιστωτικού κινδύνου 2017: 2,8%, 2016: 2,1%) στο πλαίσιο της εντατικοποίησης των προσπαθειών τους για περαιτέρω εξυγίανση του δανειακού τους χαρτοφυλακίου.
Ταυτόχρονα, η κεφαλαιακή τους επάρκεια διατηρήθηκε σταθερή.
Αναλυτικότερα, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 – CET1) σε ενοποιημένη βάση αυξήθηκε οριακά στο 17% το Δεκέμβριο του 2017 έναντι 16,9% το Δεκέμβριο του 2016 και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητος στο 17%.
Πρέπει να επισημανθεί ότι οι τράπεζες κατάφεραν να διατηρήσουν ένα σημαντικό κεφαλαιακό απόθεμα εν όψει προσαρμογής σε νέες εποπτικές απαιτήσεις, όπως η εφαρμογή του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9), της οποίας η επίπτωση για τις τέσσερεις σημαντικές τράπεζες έχει υπολογιστεί σε 5,6 δισεκ. ευρώ, καθώς και η αυστηροποίηση του χειρισμού των προβλέψεων για τα νέα ΜΕΑ.

Stress Tests

Τα αποτελέσματα της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων για τις τέσσερεις σημαντικές ελληνικές τράπεζες, πιστοποίησαν την ανθεκτικότητα τους, γεγονός που αντικατοπτρίστηκε στη περιορισμένη επίδραση στην κεφαλαιακή τους επάρκεια, ακόμη και υπό τη συντηρητική προσέγγιση του δυσμενούς σεναρίου.
Όσον αφορά τους τραπεζικούς κινδύνους, ο πιστωτικός κίνδυνος εμφάνισε σημαντική αποκλιμάκωση κατά τη διάρκεια του 2017.
Συνολικά η μείωση είναι της τάξεως του 10% (ή 10,66 δισεκ. ευρώ) από την αρχή του έτους και 12% ή 13 δισεκ. ευρώ σε σχέση με τη μέγιστη τιμή που καταγράφηκε το Μάρτιο του 2016.
Η βελτίωση ήταν αποτέλεσμα κυρίως διαγραφών δανείων, ενώ θετικά συνέβαλε και η πώληση χαρτοφυλακίων εκ μέρους των τραπεζών.
Επιπλέον, με βάση τις εκθέσεις προόδου που έχει δημοσιεύσει η Τράπεζα της Ελλάδος, πιστοποιείται η επίτευξη των επιχειρησιακών στόχων που έχουν προσδιοριστεί για τα ΜΕΑ.
Παρ’ όλα αυτά γίνεται αντιληπτό ότι η εντατικοποίηση των προσπαθειών για την επίλυση του προβλήματος αποτελεί προτεραιότητα.
Ταχεία εκκαθάριση του υφιστάμενου υπολοίπου των μη εξυπηρετούμενων δανείων αποτελεί τον άξονα για την οικοδόμηση των μεσοπρόθεσμων προοπτικών για την κερδοφορία του κλάδου, παράλληλα όμως και μοχλό για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης προς τον τραπεζικό τομέα.
Στο πλαίσιο αυτό απαιτείται η χρήση όλων των διαθέσιμων εργαλείων, όπως ο εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών, η διενέργεια ηλεκτρονικών πλειστηριασμών ακινήτων, η περαιτέρω ανάπτυξη της δευτερογενούς αγοράς για τη διαχείριση ή/και μεταβίβαση μη εξυπηρετούμενων δανείων, η ενιαία αντιμετώπιση των οφειλετών με πολλαπλούς πιστωτές, ο εντοπισμός των στρατηγικών κακοπληρωτών και η εφαρμογή οριστικής λύσης για τις μη βιώσιμες επιχειρήσεις.
Επιπρόσθετα των ανωτέρω μέτρων, στο Ειδικό Θέμα ΙΙ παρατίθεται αναλυτικά και η δέσμη μέτρων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο σύνολο της Ευρώπης, ενώ ιδιαίτερη αναφορά πραγματοποιείται στον εν δυνάμει τρόπο ίδρυσης και λειτουργίας μίας Εταιρίας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων (ΕΔΠΣ) σε εθελοντική βάση από την πλευρά των κρατών-μελών.
Σημαντική βελτίωση παρατηρήθηκε στη ρευστότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Η χρηματοδότηση από το Ευρωσύστημα εμφάνισε συνεχή πτωτική τάση, τόσο ως απόλυτο μέγεθος, όσο και ως ποσοστό του συνολικού ενεργητικού των τραπεζών.
Η μείωση αποδίδεται α) στην πώληση ομολόγων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς τίτλων, β) στη μείωση του ενεργητικού των τραπεζών εξαιτίας της πώλησης θυγατρικών στο εξωτερικό και των μη τραπεζικών δραστηριοτήτων τους στην εγχώρια αγορά γ) στην απομόχλευση, αν και με επιβραδυνόμενους ρυθμούς, και δ) στην ενίσχυση της εγχώριας καταθετικής βάσης.
Επισημαίνεται, ότι το μέγεθος του νομίσματος σε κυκλοφορία, καθ’ όλη τη διάρκεια του 2017 (Δεκέμβριος 2017: 35,8 δισεκ. ευρώ, Ιανουάριος 2017: 42,1 δισεκ. ευρώ), παρουσιάζει σημαντική υποχώρηση η οποία και συνεχίζεται μέσα στο 2018 (Απρίλιος 2018: 33,5 δισεκ. ευρώ).
Σημαντική περαιτέρω μείωση παρατηρήθηκε και στη χρηματοδότηση από το μηχανισμό παροχής έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (ELA).
Οι ευνοϊκές αυτές εξελίξεις συνέβαλαν στη μείωση του κινδύνου χρηματοδότησης των τραπεζών και των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων με αποτέλεσμα οι τράπεζες να προχωρήσουν από τον Οκτώβριο 2017 στην έκδοση καλυμμένων ομολογιών.
Ταυτόχρονα, παρατηρήθηκε εμβάθυνση της αγοράς εταιρικών ομολόγων, η οποία αντικατοπτρίστηκε με σειρά εκδόσεων.
Τέλος, σε χαμηλό επίπεδο παρέμεινε ο κίνδυνος αγοράς των τραπεζών, όπως καταδεικνύεται από τη μικρή έκθεσή τους σε μετοχές και ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου.
Θετική επίδραση στη σταθερότητα του εγχώριου χρηματοπιστωτικού συστήματος άσκησε η απρόσκοπτη λειτουργία των συστημάτων πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού των συναλλαγών, δηλαδή των υποδομών της αγοράς, οι οποίες συνέβαλαν στην αποτελεσματική διεκπεραίωση των συναλλαγών.
Επίσης αξίζει να επισημανθεί η αυξημένη χρήση των ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής, εν μέρει εξαιτίας της εφαρμογής των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων.
Η εξέλιξη αυτή ενίσχυσε τα έσοδα προμηθειών των τραπεζών, συνέβαλε στην πιο αποτελεσματική διενέργεια των συναλλαγών (π.χ. κόστος καταμέτρησης και διακίνησης χαρτονομισμάτων) και στις προσπάθειες καταπολέμησης της φοροδιαφυγής.
Οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα εμφανίζονται ευοίωνες.
Το 2018 αναμένεται θετικός ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης στην Ελλάδα, ενισχυμένος σε σχέση με το 2017, ενώ και η ενιαία νομισματική πολιτική στη ζώνη του ευρώ προβλέπεται να παραμείνει διευκολυντική.
Η επιτυχής ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής τον Αύγουστο του 2018 αναμένεται να τονώσει περαιτέρω την εμπιστοσύνη στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Παρ’ όλα αυτά το καθεστώς εποπτείας στη μετά το πρόγραμμα εποχή είναι μείζονος σημασίας, δεδομένου ότι η επιστροφή σε έναν ενάρετο κύκλο ανάπτυξης μέσω της απρόσκοπτης χρηματοδότησης από το χρηματοπιστωτικό σύστημα αποτελεί σημαντική πρόκληση.
Υπό το πρίσμα αυτό η ύπαρξη μιας προληπτικής πιστωτικής γραμμής σαν δικλείδα ασφαλείας θα μπορούσε να λειτουργήσει επικουρικά σε αυτή την προσπάθεια, εξασφαλίζοντας πρόσβαση, εάν χρειαστεί, σε φθηνά κεφάλαια του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ), την ‘παρέκκλιση’ (waiver), καθώς και τη συμμετοχή των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ στην κανονική περίοδο, αλλά κυρίως στην περίοδο επανεπένδυσης.
Ο τραπεζικός τομέας πρέπει να επιταχύνει την προσπάθεια αποτελεσματικής διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων και να συνεχίσει τις προσπάθειες για διαφοροποίηση των πηγών χρηματοδότησής του.
Η κεφαλαιακή επάρκεια είναι ισχυρή, ωστόσο πιέσεις στους ισολογισμούς των τραπεζών μπορούν να προέλθουν από τυχόν ενίσχυση των πωλήσεων ΜΕΑ.
Επίσης, οι τράπεζες θα πρέπει να αναθεωρήσουν το επιχειρησιακό τους σχέδιο δίνοντας έμφαση στην ανάπτυξη νέων εργασιών και στην περαιτέρω περιστολή του λειτουργικού τους κόστους, καταλήγει η ΤτΕ.

googlenews

Ακολουθήστε το financialreport.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Επιχειρήσεις

close menu