Επιχειρήσεις

ΤτΕ: Καταλυτική η εύρυθμη λειτουργία του δικαστικού συστήματος για τη μείωση των NPLs

Η διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (MEA – NPEs) αποτελεί τη σημαντικότερη πρόκληση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, αφενός εξαιτίας του μεγέθους του προβλήματος (106,3 δισεκ. ευρώ στο τέλος του 201620), αφετέρου όμως και εξαιτίας των επιδράσεων στον τρόπο λειτουργίας του και κατ’ επέκταση στην πραγματική οικονομία.
Η απελευθέρωση πόρων από τα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να μπορούν να τους διοχετεύσουν στην πραγματική οικονομία ενισχύοντας τη χρηματοδότηση υγιών επιχειρήσεων, καθίσταται επιτακτική ανάγκη και στο πλαίσιο αυτό η διερεύνηση των παραγόντων που συμβάλλουν προς την κατεύθυνση αυτή αποτελεί προτεραιότητα, αναφέρει στη μηνιαία ανάλυσή της για τον τραπεζικό κλάδο η Τράπεζα της Ελλάδος.

Θεσμικά εμπόδια στην εκκαθάριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (MEA)

Σύμφωνα με μελέτη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (IMF), η εκκαθάριση των MEA από τους ισολογισμούς των πιστωτικών ιδρυμάτων είναι συνάρτηση πέντε παραγόντων οι οποίοι επιγραμματικά προσδιορίζονται ως
α) το υφιστάμενο εποπτικό πλαίσιο,
β) η ύπαρξη δευτερογενών αγορών για μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα,
γ) η πληροφοριακή ασυμμετρία μεταξύ αγοραστών και πωλητών,
δ) το υφιστάμενο φορολογικό πλαίσιο και
ε) το νομικό σύστημα που επικρατεί στην εκάστοτε χώρα.
Συνεπώς, γίνεται αντιληπτό ότι η επίλυση του προβλήματος των ΜΕΑ εντάσσεται στο πλαίσιο αλληλεπίδρασης των εν λόγω παραγόντων, σε συνάρτηση φυσικά με την βαρύτητα που τους αποδίδεται.
Στο Διάγραμμα 1 που ακολουθεί απεικονίζεται η σχέση αλληλεπίδρασης μεταξύ των παραγόντων, καθώς και η βαρύνουσα σημασία τους μέσω μιας βαθμολόγησης, καθιστώντας ουσιαστικά το νομικό σύστημα και την ύπαρξη δευτερογενούς αγοράς για τα MEA ως τους πιο σημαντικούς.

Στην κατεύθυνση διερεύνησης του υφιστάμενου νομικού συστήματος εντάσσεται η εξέταση του δικαστικού συστήματος (in court settlement) και η συμβολή του στην εκκαθάριση των ΜΕΑ, καθώς και η δυνατότητα εκκαθάρισης εκτός αυτού (out of court settle-ment).
Η πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση καλύπτει τον εξωδικαστικό συμβιβασμό (ν. 4469/2017), συνεπώς παρουσιάζει ενδιαφέ-ρον να εξετάσουμε τη διαδικασία εκκαθάρισης εντός δικαστικού συστήματος και ειδικότερα το χρόνο που απαιτείται για την δικαστική επίλυση – εκκαθάριση των ΜΕΑ.
Η σπουδαιότητα αναδεικνύεται ξεκάθαρα από το γεγονός ότι το ύψος των ανοιγμάτων που βρίσκονται σε καθεστώς νομικής προστασίας (legal protection) και πρακτικά εκκρεμεί η δικαστική τους επίλυση είναι 15,3 δισεκ. ευρώ στο τέλος 2016, δηλαδή 14,6% των συνολικών υφιστάμενων ΜΕΑ, ποσό το οποίο πα-ραμένει σταθερό και στο α΄ τρίμηνο του 2017.
Επίσης, η λειτουργία του δικαστικού συστήματος επηρεάζει άμεσα και το κομμάτι της ρευστοποίησης των εξασφαλίσεων από τα πιστωτικά ιδρύματα, στην περίπτωση που έχουν πλέον κατοχυρώσει το σχετικό νομικό δικαίωμα (enforcement right granted).
Με βάση έρευνα που πραγματοποίησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (European Commission) σχετικά με το χρόνο που απαιτείται για την εκκαθάριση δικαστικά ενός ΜΕΑ, τα στοιχεία είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικά καθόσον η Ελλάδα κατατάσσεται προτελευταία, πριν από τη Σλοβακία, με χρονικό διάστημα εκκα-θάρισης τα 3,5 έτη κατά μέσο όρο.

Εξέλιξη και διάρθρωση των εξασφαλίσεων των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ)

Στο Διάγραμμα 3 που ακολουθεί παρουσιάζεται διαχρονικά η εξέλιξη του δείκτη κάλυψης των MEA, ενώ στο Διάγραμμα 4 παρουσιάζεται ο συνολικός δείκτης κάλυψης (total coverage), δηλαδή συμπεριλαμβανομένων των προβλέψεων ανά βασική κατηγορία ανοίγματος, ειδικά για την ημερομηνία αναφοράς.
Όπως είναι προφανές, τόσο στην κατηγορία των ανοιγμάτων με καθυστέρηση άνω των 90 ημερών, όσο και στις καταγγελμένες (de-nounced) απαιτήσεις, τα ποσοστά συνολικής κάλυψης υπερβαίνουν το 100%, γεγονός που καταδεικνύει τον υψηλό αντίστοιχα βαθμό προβλέψεων που έχουν διενεργηθεί από τα πιστωτικά ιδρύματα.
Επιπροσθέτως, στο Διάγραμμα 5 παρουσιάζεται η διάρθρωση των εξασφαλίσεων για τα ΜΕΑ ανεξαρτήτως κατηγορίας ανοίγματος.
Όπως γίνεται αντιληπτό, προκύπτει ότι 88% των συνολικών εξασφαλίσεων αφορά στοιχεία ακίνητης περιουσίας, με το 50% αυτών να αφορά αμιγώς στεγαστικά και το 34% εμπορικά και βιομηχανικά ακίνητα.
Η υψηλή αυτή συγκέντρωση στην αγορά ακινήτων πιστοποιεί αφενός την αλληλεξάρτηση της εν λόγω αγοράς με το ύψος των ΜΕΑ, αφετέρου δε και τη σημασία που έχει ο συνολικός χειρισμός των εξασφαλίσεων (collateral man-agement) από τα πιστωτικά ιδρύματα.

Ανάλυση ευαισθησίας

Η αντίστροφη σχέση μεταξύ του χρόνου ρευστοποίησης των εξασφαλίσεων και των τιμών του ρυθμού εσωτερικής απόδοσης (IRR) των επενδυτών παρουσιάζεται στο Διάγραμμα 6 υπό το πρίσμα τριών σεναρίων: το Συντηρητικό (Conservative), το Βασικό (Baseline) και το Ακραίο (Adverse).

Στο Συντηρητικό Σενάριο υιοθετούμε ένα ρυθμό εσωτερικής απόδοσης (IRR) 15%, στο Βασικό 20%, ενώ στο Ακραίο ο ρυθμός προσδιορίζεται σε 30%.
Όπως προκύπτει, εάν θεωρήσουμε ως αφετηρία για την εξέλιξη της τιμής των εξασφαλίσεων τη λογιστική τιμή τους και δεδομένο χρόνο ρευστοποίησης τα 5 έτη, που αποτελεί μια ρεαλιστική παραδοχή με βάση τα υφιστάμενα δεδομένα του δικαστικού συστήματος, η αξία τους απομειώνεται από 50% έως 73%, ανάλογα με το σενάριο.
Συνεπώς, επηρεάζεται αντίστοιχα αρνητικά και η αξία του προς μεταβίβαση ΜΕΑ από το πιστωτικό ίδρυμα.
Περαιτέρω, εάν θεωρήσουμε ότι επιτυγχάνε-ται σύντμηση του χρόνου ρευστοποίησης από τα πέντε χρόνια σε δύο χρόνια με βάση το μέσο όρο των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, τα αποτελέσματα παρουσιάζονται στο Διάγραμμα 7 που ακολουθεί.

Αναλυτικά, διαπιστώνουμε ότι στο Συντηρητικό Σενάριο η βελτίωση στην αποτίμηση των εξασφαλίσεων είναι της τάξης του 54%, στο Βασικό Σενάριο 73% και στο Ακραίο 120%.
Με άλλα λόγια, η εύρυθμη λειτουργία του δικαστικού συστήματος, η οποία θα επέτρεπε τη ρευστοποίηση των εξασφαλίσεων σε συντομότερο χρόνο, θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα ακόμη και το διπλασιασμό περίπου της τιμής των εξασφαλίσεων.
Αναμφισβήτητα, το γεγονός αυτό καταδεικνύει κατ’ επέκταση και τη σημαντική επίδραση που συνεπάγεται στην τελική τιμή πώλησης των ΜΕΑ.
Δεδομένου ότι η σύγκλιση των τιμών μεταξύ των αγοραστών και πωλητών (bid-ask spread) αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη λειτουργία μιας αποτελεσματικής δευτερογενούς αγοράς ΜΕΑ, κατα-νοούμε τη σημασία και την ανάγκη ενίσχυσης των προσπαθειών προς την κατεύθυνση αυτή.

Η περίπτωση των καταγγελμένων απαιτήσεων (denounced)

Οι καταγγελμένες απαιτήσεις στο σύνολο του τραπεζικού συστήματος, με ημερομηνία ανα-φοράς το τέλος του 2016, ανέρχονταν σε 48 δισεκ. ευρώ (Δεκέμβριος 2016), αποτελώντας το 45% του συνόλου των ΜΕΑ.
Συνεπώς, η σημασία τους είναι καθοριστική στην προσπάθεια συνολικής διαχείρισης των ΜΕΑ.
Όπως διαφαίνεται στο Διάγραμμα 3 παραπάνω, ο δείκτης συνολικής κάλυψης των εν λόγω ανοιγμάτων είναι υψηλότερος έναντι των άλλων κατηγοριών και ανέρχεται στο 104,7%.
Ειδικότερα, τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν διενεργήσει προβλέψεις ύψους 29 δισεκ. ευρώ (που αντιστοιχεί στο 60,7% του δείκτη) για τις καταγγελμένες απαιτήσεις, ενώ υφίστανται και εξασφαλίσεις συνολικού ύψους 21 δισεκ. ευρώ (που αντιστοιχεί στο 40% του δείκτη).
Δεδομένου ότι τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν προβεί στην καταγγελία τους, η ρευστοποιήσιμη αξία των εξασφαλίσεων συναρτάται σε απόλυτο βαθμό από τη διάρκεια που θα απαι-τηθεί μέχρι την οριστική διευθέτηση της αντιδικίας.
Το γεγονός αυτό αναδεικνύει ακόμη περισσότερο τη σημασία και ανάγκη για επίσπευση των δικαστικών διαδικασιών.
Στο Διάγραμμα 8 που ακολουθεί παρουσιάζεται η επίδραση που έχει ο ορίζοντας ρευστοποίησης των εξασφαλίσεων των ανοιγμάτων με τη βασική υπόθεση ότι ο εσωτερικός ρυθμό απόδοσης που επιδιώκει ο επενδυτής λόγω και της φύσης της απαίτησης (μη συνεργάσιμος δανειολήπτης) ακολουθεί τις παραδοχές του Ακραίου Σεναρίου, ήτοι διαμορφώνεται σε 30%.

Όπως διαπιστώνεται, σε περίπτωση που τα πιστωτικά ιδρύματα επιθυμούσαν την πώληση των εν λόγω ανοιγμάτων, η απομείωση και συνεπώς η ενδεχόμενη ζημία που θα προέκυπτε εξαιτίας της χρονοβόρας δικαστικής διαδικασίας θα διαμορφωνόταν από 6 δισεκ. ευρώ έως 13 δισεκ. ευρώ, δηλαδή από 12% έως 27% της αρχικής τους αξίας, ανάλογα βέβαια με τον εκτιμώμενο χρόνο ρευστοποίησης, ήτοι από 2 σε 5 χρόνια.
Συνεπώς, η επίδραση αυτή θα αντικατοπτριζόταν άμεσα και στο επίπεδο της τελικής προσφερόμενης τιμής.

Συμπέρασμα

Ο χρόνος ρευστοποίησης των εξασφαλίσεων επηρεάζει άμεσα την εκκαθάριση των ΜΕΑ και αποτελεί έναν παράγοντα που δυνητικά θα μπορούσε να μεταβάλει σημαντικά την υφιστάμενη εικόνα στην εν λόγω αγορά.
Με δεδομένο ότι ο απαιτούμενος χρόνος στην παρούσα χρονική συγκυρία εκτείνεται από 3,5 έως 5 έτη και σε μερικές περιπτώσεις και σε ακόμη μεγαλύτερο διάστημα, ενώ ο αντίστοιχος ευρωπαϊκός μέσος όρος προσδιορίζεται στα δύο χρόνια, καθίσταται σαφές το εύρος του προβλήματος, καθώς και τα περιθώρια βελτίωσης.
Η απομείωση των εξασφαλίσεων που συντελείται ως απόρροια των χρονοβόρων δικαστικών διαδικασιών αφενός διαμορφώνει ένα σημαντικό αντικίνητρο από την πλευρά των υποψήφιων δυνητικών επενδυτών για την αγορά ΜΕΑ, αφετέρου δε επηρεάζει άμεσα και τις προσφερόμενες τιμές.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της παρούσας ανάλυσης ευαισθησίας, η απομείωση η οποία συντελείται στην αξία των εξασφαλίσεων, εάν θεωρήσουμε έναν χρονικό ορίζοντα 5 ετών για τη ρευστοποίηση, διαμορφώνεται σε 50% στο Συντηρητικό Σενάριο, όπου έχει καθοριστεί ότι ο εσωτερικός ρυθμός απόδοσης που απαιτούν οι επενδυτές είναι μόνο 15%, ενώ αντίστοιχα είναι 60% και 73% στο Βασικό και στο Ακραίο σενάριο, όπου o ρυθμός εσωτερικής απόδοσης έχει καθοριστεί σε 20% και 30% αντίστοιχα.
Η επίλυση του προβλήματος των ΜΕΑ είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την άρση των εμποδίων για τη λειτουργία μιας αποτελεσματικής δευτερογενούς αγοράς.
Δεδομένου ότι οι προαπαιτούμενες νομικές ενέργειες έχουν σχεδόν ολοκληρωθεί με τις νομοθετικές και ρυθμιστικές πρωτοβουλίες που έχουν αναληφθεί, το κενό της τιμής μεταξύ αγοραστών και πωλητών (price gap) καθίσταται ο σημαντικότερος εναπομένων παράγοντας και το μεγαλύτερο ουσιαστικά εμπόδιο στη λειτουργία της αγοράς.
Η εύρυθμη λειτουργία του δικαστικού συστήματος μπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά προς αυτή τη κατεύθυνση.
Πρωτίστως, θα ενισχύσει τη σύγκλιση των τιμών μεταξύ αγοραστών και πωλητών (bid – ask spread), μέσω της βελτίωσης της αποτίμησης των εξασφαλίσεων.
Επιπροσθέτως, όμως, η σύντμηση του χρονικού ορίζοντα εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων θα ενισχύσει τη διαφάνεια στη λειτουργία της αγοράς των ΜΕΑ διαμορφώνοντας ένα ευνοϊκότερο περιβάλλον.
Το γεγονός αυτό θα μπορούσε άμεσα να αντικατοπτριστεί στη μείωση του απαιτούμενου βαθμού εσωτερικής απόδοσης που επιζητούν οι επενδυτές.
Με άλλα λόγια, τα οφέλη θα ήταν πολλαπλασιαστικά, καθώς το τελικό αποτέλεσμα θα μεγεθυνόταν και θα επιτυγχανόταν η περαιτέρω κάλυψη του κενού σε επίπεδο τιμής.
Συμπερασματικά, η υλοποίηση στοχευμένων δράσεων προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της λειτουργίας του δικαστικού συστήματος για την επίσπευση της εκδίκασης και επίλυσης των εκκρεμών υποθέσεων θα πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα στο πεδίο των προωθούμενων μεταρρυθμίσεων και κομβικό σημείο των επόμενων ενεργειών, καταλήγει η Τράπεζα της Ελλάδος.

googlenews

Ακολουθήστε το financialreport.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Επιχειρήσεις

close menu