Οικονομία

ΤτΕ: Ανάπτυξη 2,3% του ΑΕΠ και μέτρια αποκλιμάκωση του πληθωρισμού το 2025

Financialreport.gr

Η ιδιωτική κατανάλωση θα τρέξει με ρυθμούς +2%, οι επενδύσεις με +6% και οι εξαγωγές με +3,8% - Ο δομικός πληθωρισμός εκτιμάται ότι θα διατηρηθεί στο 3,6%

Η ελληνική οικονομία προβλέπεται να συνεχίσει να αναπτύσσεται και το 2025 με σταθερό ρυθμό, πολύ υψηλότερο από τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), η οικονομική δραστηριότητα προβλέπεται να αυξηθεί με ρυθμό 2,3% το 2025, με κύριους προωθητικούς παράγοντες και εφέτος την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις, ενώ η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού θα είναι μέτρια .

Πιο συγκεκριμένα, η ιδιωτική κατανάλωση (+2%) αναμένεται να συνεχίσει την ανοδική της πορεία, υποστηριζόμενη από την αύξηση του πραγματικού εισοδήματος των νοικοκυριών. Η προβλεπόμενη περαιτέρω αύξηση της απασχόλησης και των μισθών, σε συνδυασμό με τη μείωση του πληθωρισμού και την εφαρμογή στοχευμένων δημοσιονομικών παρεμβάσεων, αναμένεται να στηρίξουν το διαθέσιμο εισόδημα.

Οι επενδύσεις (+6%) θα συνεχίσουν να αυξάνονται με σχετικά υψηλούς ρυθμούς, με τη στήριξη των ευρωπαϊκών πόρων. Οι πόροι αυτοί, σε συνδυασμό με την υψηλή ρευστότητα του τραπεζικού τομέα και τις συνεχείς αναβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας, θα προσελκύσουν νέα ιδιωτικά κεφάλαια.

Οι εξαγωγές (+3,8%) θα συνεχίσουν να αυξάνονται, επηρεαζόμενες από τη θετική μεταβολή της εξωτερικής ζήτησης και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών εξαγωγών. Παρ’ όλα αυτά, η συμβολή του εξωτερικού τομέα στον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας θα είναι ουσιαστικά ουδέτερη, καθώς η έντονη επενδυτική δραστηριότητα και η ισχυρή κατανάλωση θα αυξήσουν σημαντικά τις εισαγωγές (+3,5%).

Η περαιτέρω αποκλιμάκωση του πληθωρισμού το 2025 αναμένεται να είναι περιορισμένη, ενώ ο πυρήνας του πληθωρισμού εκτιμάται ότι θα παραμείνει αμετάβλητος. Συγκεκριμένα, ο γενικός πληθωρισμός βάσει του ΕνΔΤΚ προβλέπεται να επιβραδυνθεί οριακά στο 2,9%, ενώ ο δομικός πληθωρισμός εκτιμάται ότι θα διατηρηθεί στο 3,6%.

Ανοδική πίεση θα ασκήσουν η επιστροφή του ενεργειακού πληθωρισμού σε θετικά επίπεδα και η αναμενόμενη ενίσχυση του πληθωρισμού των υπηρεσιών. Αντίθετα, υποχώρηση αναμένεται να καταγράψει ο πληθωρισμός των ειδών διατροφής και των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών.

Η διατήρηση της αναπτυξιακής δυναμικής της οικονομίας αναμένεται να επηρεάσει (οριακά) θετικά την παραγωγικότητα της εργασίας, ενώ οι ηπιότερες μισθολογικές αυξήσεις θα ευνοήσουν την ανταγωνιστικότητα. Συγκεκριμένα, η άνοδος της παραγωγικότητας αναμένεται να παραμείνει περιορισμένη το 2025 (1%, στα ίδια επίπεδα με το 2024). Από την άλλη πλευρά, τόσο οι συνολικές αμοιβές όσο και οι μέσες αποδοχές και το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος θα εξακολουθήσουν να αυξάνονται, αντανακλώντας και την αύξηση του κατώτατου μισθού, αν και με ρυθμούς χαμηλότερους από ό,τι το 2024.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, το 2025 προβλέπεται αύξηση των συνολικών αμοιβών κατά 5,6% (2024: 7,4%), των μέσων αποδοχών κατά 4,5% (2024: 6%) και του μοναδιαίου κόστους εργασίας κατά 3,4% (2024: 4,9%).

Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (ΙΤΣ) αναμένεται να μειωθεί σε 5,7% του ΑΕΠ το 2025 (από 6,4% του ΑΕΠ το 2024). Οι παράγοντες που αναμένεται να συμβάλουν στη βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είναι:

(α) Οι εξαγωγές αγαθών, παρά την αναιμική άνοδο που κατέγραψαν το 2024, δεν απώλεσαν σημαντικό μερίδιο αγοράς, γεγονός που συνιστά βάση για καλύτερες επιδόσεις τα επόμενα έτη.

(β) Το πλεόνασμα στο ισοζύγιο υπηρεσιών αναμένεται να αυξηθεί, καθώς οι εισπράξεις από ταξιδιωτικές υπηρεσίες εκτιμάται ότι θα σημειώσουν περαιτέρω, μικρή ωστόσο, άνοδο το 2025, κυρίως μέσω της επέκτασης της τουριστικής περιόδου, της προώθησης άλλων μορφών τουρισμού και της ενίσχυσης της κρουαζιέρας. Σχετικά θετικές προοπτικές υπάρχουν για τις εισπράξεις από θαλάσσιες μεταφορές, λόγω της εκτιμώμενης -έστω και μικρής- ανόδου της παγκόσμιας ζήτησης και της περιορισμένης αύξησης του παγκόσμιου στόλου.

(γ) Η αναμενόμενη καθοδική πορεία των επιτοκίων, σε συνδυασμό με τις επιδράσεις από τις συνεχείς αναβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας, θα συμβάλει στη μείωση των πληρωμών για τόκους, βελτιώνοντας το ισοζύγιο πρωτογενών εισοδημάτων.

(δ) Η χρηματοδότηση από ευρωπαϊκούς πόρους, όταν παρέχεται υπό τη μορφή επιχορηγήσεων (π.χ. κονδύλια NGEU), θα βελτιώσει τα ισοζύγια πρωτογενών και δευτερογενών εισοδημάτων. Από την άλλη πλευρά, οι ανάγκες για εισαγωγές ενδιάμεσων και επενδυτικών αγαθών θα επιβαρύνουν το έλλειμμα στο ΙΤΣ. Οι ξένες άμεσες επενδύσεις αναμένεται να διατηρήσουν τη δυναμική τους, αντανακλώντας τη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος.

Τα δημοσιονομικά μεγέθη εκτιμάται ότι θα διατηρηθούν σε υγιή επίπεδα και το 2025. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία και τις παρεμβάσεις που έχουν εξαγγελθεί, το πρωτογενές πλεόνασμα προβλέπεται να διαμορφωθεί σε 2,6% του ΑΕΠ και το δημοσιονομικό έλλειμμα σε 0,4% του ΑΕΠ, πολύ κάτω από το όριο του 3% που θέτει το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης.

Η πρόβλεψη αυτή ήδη περιλαμβάνει δημοσιονομικές παρεμβάσεις που στοχεύουν στην ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος, στη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων και στην αντιμετώπιση σημαντικών κοινωνικών ζητημάτων, όπως το δημογραφικό και το στεγαστικό, καθώς και των επιπτώσεων από φυσικές καταστροφές. Παράλληλα, λαμβάνεται υπόψη η προβλεπόμενη αύξηση των εσόδων από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές χάρη στη συνεχιζόμενη οικονομική ανάπτυξη και στη νέα αύξηση του κατώτατου μισθού, καθώς και η συγκράτηση της αύξησης των πρωτογενών δαπανών (εντός των ορίων που διασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τους νέους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες).

Η πτωτική πορεία του δημόσιου χρέους προβλέπεται να συνεχιστεί, αν και με πιο ήπιο ρυθμό. Ο λόγος χρέους/ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα μειωθεί περαιτέρω στο 144,4% του ΑΕΠ το 2025, υποστηριζόμενος από τη συνεχιζόμενη βελτίωση της οικονομικής δραστηριότητας, η οποία θα διατηρήσει την έντονα μειωτική επίδραση του ονομαστικού ΑΕΠ.

Ωστόσο, ο ρυθμός αποκλιμάκωσης του δημόσιου χρέους θα είναι ηπιότερος (9,4 ποσ. μον. του ΑΕΠ) σε σχέση με τα προηγούμενα έτη, λόγω της αναμενόμενης μείωσης του πρωτογενούς πλεονάσματος και της μικρότερης χρήσης ταμειακών διαθεσίμων, που αντισταθμίζουν τη μικρή επιτάχυνση του αποπληθωριστή του ΑΕΠ. Σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, υπό την προϋπόθεση της επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων και της αποτελεσματικής αξιοποίησης των ευρωπαϊκών πόρων, το δημόσιο χρέος θα ακολουθήσει σταθερή καθοδική πορεία, σημειώνοντας σωρευτική μείωση κατά 12,1 ποσ. μον. του ΑΕΠ την περίοδο 2026-2027.

Οι προβλέψεις αυτές ικανοποιούν με ασφαλή περιθώρια τα κριτήρια βιωσιμότητας του νέου δημοσιονομικού πλαισίου, υπερβαίνοντας σημαντικά την ελάχιστη απαιτούμενη μέση ετήσια μείωση (1 ποσ. μον.) για τις χώρες με χρέος άνω του 90% του ΑΕΠ.

Τέλος, οι επενδύσεις στον αμυντικό τομέα συμβάλλουν στην οικονομική ανάπτυξη μέσω αύξησης της ζήτησης για στρατιωτικό εξοπλισμό, ενεργοποίησης των εγχώριων βιομηχανιών και ενίσχυσης της απασχόλησης, ιδίως όταν συνοδεύονται από πολιτικές που προάγουν την καινοτομία και τη δυνατότητα κάλυψης των αμυντικών αναγκών. Ιδιαίτερα θετικό για
την εγχώρια παραγωγική βάση θα είναι η κάλυψη των αμυντικών αναγκών να στηριχθεί σε ίδιους παραγωγικούς πόρους, ώστε να μην υπάρχει εξάρτηση από εισαγωγές. Παράλληλα, η
πίεση στις εφοδιαστικές αλυσίδες και η αυξημένη ζήτηση πρώτων υλών ενδέχεται να εντείνουν τις πληθωριστικές πιέσεις μεσοπρόθεσμα. Δημοσιονομικά, οι υψηλότερες δαπάνες αναμένεται
να επιβαρύνουν το χρέος, αν και η ευελιξία στους κανόνες και η ευρωπαϊκή συγχρηματοδότηση μετριάζουν εν μέρει τις επιπτώσεις, ιδίως για χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος που ήδη επενδύουν σημαντικά στην άμυνα.

Το πλήρες κείμενο της Έκθεσης είναι διαθέσιμο εδώ

googlenews

Ακολουθήστε το financialreport.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Οικονομία

close menu