Τράπεζες

ΤτΕ: 4 νέες μελέτες στο 59ο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου

Για τοποθετήσεις των επενδυτικών κεφαλαίων σε ελληνικούς τίτλους, μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, Διαφορές τιμών προϊόντων στην ζώνη του ευρώ και στενότητα της αγοράς εργασίας

Με τέσσερις νέες μελέτες κυκλοφόρησε το 59ο τεύχος (Ιούλιος 2024) του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ). 

Ειδικότερα, στο 59ο τεύχος δημοσιεύονται οι εξής τέσσερις μελέτες: 

Χαρίλαος Γιαννακίδης, Louis Karathanos, Αθανάσιος Κοντινόπουλος, Αθανάσιος Λαμπούσης και Πέτρος Μηγιάκης: “Η επενδυτική κατηγορία και οι τοποθετήσεις των επενδυτικών κεφαλαίων σε ελληνικούς τίτλους”

Οι αναβαθμίσεις των πιστοληπτικών αξιολογήσεων της ελληνικής οικονομίας και, κυρίως, η προοπτική για την αναβάθμιση στην επενδυτική κατηγορία οδήγησαν σε σημαντική αύξηση των τοποθετήσεων των επενδυτικών κεφαλαίων σε ελληνικά κρατικά ομόλογα. Συγκεκριμένα από το δ΄ τρίμηνο του 2022 έως το γ΄ τρίμηνο του 2023 η αύξηση αυτή υπολογίζεται σε 5 δισεκ. ευρώ, εκ των οποίων 2,9 δισεκ. ευρώ αφορούν θέσεις σε μετοχές και 2,1 δισεκ. ευρώ θέσεις σε ομόλογα. 

H μελέτη εξετάζει κατά πόσον οι αυξήσεις στις τοποθετήσεις των επενδυτικών κεφαλαίων σε ελληνικά ομόλογα ξεπέρασαν τη γενικότερη τάση στην αγορά και εκτιμά την επίδραση της αυξημένης ζήτησης στις αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων. Τα ευρήματα υποδεικνύουν ότι η μεταβολή των προοπτικών της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας σε θετικές από τον οίκο Standard and Poor’s (S&P) τον Απρίλιο του 2023 οδήγησε σε σημαντική αύξηση των θέσεων των επενδυτικών κεφαλαίων σε ελληνικά κρατικά ομόλογα, σε σχέση με άλλα κρατικά ομόλογα της ζώνης του ευρώ. Η εξέλιξη αυτή εκτιμάται ότι οδήγησε σε μείωση στις αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων που αντιστοιχεί σε περίπου 80% της πτώσης των διαφορών αποδόσεών τους έναντι των γερμανικών ομολόγων αναφοράς. 

Τα αποτελέσματα αυτά είναι αξιοσημείωτα για δύο λόγους. Αφενός, η αύξηση της ζήτησης ελληνικών αξιογράφων παρατηρήθηκε σε μια περίοδο κατά την οποία τα επενδυτικά κεφάλαια μείωναν τις θέσεις τους σε ομόλογα με χαμηλές πιστοληπτικές αξιολογήσεις. Αφετέρου, η μείωση στις αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων, που εξηγείται σε μεγάλο βαθμό από την αύξηση των θέσεων των διεθνών επενδυτικών κεφαλαίων, υπερκέρασε τις αυξητικές πιέσεις που παρατηρήθηκαν στα ομόλογα διεθνώς λόγω των αυξήσεων των επιτοκίων. Κατά συνέπεια, τα ευρήματα της μελέτης υπογραμμίζουν τη σημασία της αναβάθμισης της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας στην επενδυτική κατηγορία, καθώς, εκτός των άλλων, επιφέρει αύξηση της ζήτησης για ελληνικά κρατικά ομόλογα και, ως εκ τούτου, σημαντική βελτίωση στο κόστος δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου.

Νίκος Βέττας, Γιώργος Γατόπουλος, Αλέξανδρος Λουκά και Κωνσταντίνος Πέππας: “Οφέλη για την ελληνική οικονομία από τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και των εταιριών ζόμπι”

Η μελέτη εξετάζει τις σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις της διατήρησης των λεγόμενων επιχειρήσεων “ζόμπι” για την ελληνική οικονομία, δηλαδή εκείνων που επί σειρά ετών δυσκολεύονται να αποπληρώσουν τους τόκους επί των δανειακών υποχρεώσεών τους. Η ανάλυση χρησιμοποιεί στοιχεία διαστρωματικών και χρονολογικών σειρών που αφορούν ελληνικές επιχειρήσεις την περίοδο 2002-2021, με διάκριση ανά μέγεθος και κλάδο οικονομικής δραστηριότητας. Η περιγραφική ανάλυση αναδεικνύει τη θετική συσχέτιση μεταξύ του ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων και του αριθμού των επιχειρήσεων “ζόμπι” τα τελευταία 20 χρόνια. Ακολούθως, η ποσοτική ανάλυση αποκαλύπτει σημαντικές άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις από το βαθμό πυκνότητας των επιχειρήσεων “ζόμπι” σε επίπεδο συνολικής οικονομίας και κλάδου.

Με βάση τα ευρήματα της μελέτης, οι υγιείς επιχειρήσεις εμφανίζουν καλύτερες επιδόσεις από τις εταιρίες “ζόμπι” σε όρους ρυθμού αύξησης επενδύσεων, απασχόλησης και παραγωγικότητας. Επίσης, η υψηλή συγκέντρωση κεφαλαίου σε εταιρίες “ζόμπι” επηρεάζει αρνητικά το ρυθμό αύξησης των επενδύσεων στις υγιείς επιχειρήσεις σε επιμέρους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας, ενώ εμποδίζει την ανακατανομή κεφαλαίου προς πιο παραγωγικούς τομείς δραστηριότητας. Τέλος, η μελέτη διαπιστώνει ότι οι νεότερες σε ηλικία και μεγαλύτερες σε μέγεθος επιχειρήσεις εμφανίζουν εν γένει καλύτερες επιδόσεις σε όρους ρυθμού αύξησης επενδύσεων και απασχόλησης, αλλά και επιπέδου παραγωγικότητας. Από τα ευρήματα της μελέτης συνάγεται ότι η ταχύτερη διευθέτηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, τόσο εντός όσο και εκτός τραπεζικών ισολογισμών, επιτρέπει την αποτελεσματικότερη κατανομή των πόρων και δύναται να ενισχύσει τις επενδύσεις, την απασχόληση και την παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας.

Αλέξανδρος Καρακίτσιος, Θεοδώρα Κοσμά, Δημήτρης Μαλλιαρόπουλος, Γεώργιος Παπαδόπουλος και Παύλος Πέτρουλας: “Διαφορές τιμών στην ζώνη του ευρώ: η περίπτωση της Ελλάδος”

Η μελέτη ερευνά την εξέλιξη και την επιμονή των διαφορών των τιμών, εστιάζοντας σε 41 κατηγορίες επώνυμων τυποποιημένων προϊόντων σουπερμάρκετ για 10 χώρες της ευρωζώνης, με έμφαση στις διαφορές των τιμών για την Ελλάδα. Η μελέτη βασίζεται στα αποτελέσματα των Dixon et al. (2023), σύμφωνα με τα οποία οι κύριοι παράγοντες που συμβάλλουν στη διαφοροποίηση του επιπέδου των τιμών μεταξύ των χωρών είναι ο ανταγωνισμός σε επίπεδο παραγωγού, η δομή της αγοράς λιανικής και οι συνήθειες των καταναλωτών.

Με βάση τα παραπάνω αποτελέσματα, στη μελέτη κατασκευάζονται υποθετικές τιμές (counterfactual prices) για τα προϊόντα που εξετάζονται. Το βασικό εύρημα είναι ότι η εξομοίωση της δομής της ελληνικής αγοράς και της συμπεριφοράς των καταναλωτών στην Ελλάδα με τα αντίστοιχα επίπεδα της ευρωζώνης θα οδηγούσε σε σημαντικές μειώσεις στις διαφορές των τιμών, οι οποίες για τα προϊόντα με τις υψηλότερες πωλήσεις θα μπορούσαν να φθάσουν έως και τις 17 ποσοστιαίες μονάδες κατά μέσο όρο. Από την ανάλυση προκύπτει επίσης ότι τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα έχει επιτευχθεί αξιοσημείωτη πρόοδος, καθώς οι διαφορές των τιμών έχουν μειωθεί σημαντικά, αλλά παραμένουν σε υψηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με την ευρωζώνη.

Συνεπώς, υπάρχει δυνατότητα περαιτέρω βελτίωσης με παρεμβάσεις οι οποίες αυξάνουν τον ανταγωνισμό μεταξύ των παραγωγών, επιφέρουν αλλαγές στη δομή της αγοράς λιανικής και – σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα – στοχεύουν στην ενίσχυση του καταναλωτικού αλφαβητισμού.

Τέλος, η μελέτη δείχνει ότι η Ελλάδα είναι μεταξύ των χωρών με τις χαμηλότερες τιμές για ένα μεγάλο μέρος μη επεξεργασμένων ειδών διατροφής και υπηρεσιών, τα οποία είναι εξίσου σημαντικά για τους καταναλωτές με τα επώνυμα τυποποιημένα προϊόντα σουπερμάρκετ και είναι ως επί το πλείστον εγχωρίως παραγόμενα.

Η μελέτη έχει ήδη δημοσιευθεί στην ελληνική γλώσσα εδώ 

Αναστασία Θεοφιλάκου και Μελίνα Βασαρδάνη: “Η στενότητα της αγοράς εργασίας στη μεταπανδημική εποχή”

Από το 2020, η αγορά εργασίας στις προηγμένες οικονομίες έχει δείξει ανθεκτικότητα σε διαδοχικούς κλυδωνισμούς από την πλευρά της προσφοράς. Τα υψηλά ποσοστά κενών θέσεων εργασίας και η ιστορικά χαμηλή ανεργία, παρά την πρόσφατη εξασθένηση της οικονομικής ανάπτυξης, υποδηλώνουν χαμηλότερη ευαισθησία της αγοράς εργασίας στις μεταβολές του οικονομικού κύκλου, γεγονός που υπογραμμίζει την ανάγκη επανεκτίμησης της στενότητας της αγοράς εργασίας, καθώς θα μπορούσε να επιτείνει τους κινδύνους διαδοχικών αυξήσεων σε μισθούς και τιμές και πιο περιοριστικής νομισματικής πολιτικής. 

Η μελέτη αναλύει το βαθμό στενότητας της αγοράς εργασίας και τις επιπτώσεις του στους μισθούς, τον πληθωρισμό και τη νομισματική πολιτική σε δύο μεγάλες ανοικτές οικονομίες, των ΗΠΑ και της ευρωζώνης, και σε μια μικρή ανοικτή οικονομία, της Ελλάδος, όπου έχουν γίνει σημαντικές μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας, για να διερευνηθεί αν οι εξελίξεις στην αγορά εργασίας μετά την πανδημία έχουν κοινά ή ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά. 

Τα αποτελέσματα της ανάλυσης δείχνουν ότι τα μέτρα στήριξης για την αντιμετώπιση της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης έχουν συμβάλει στην αποσύνδεση της ανεργίας από τις κυκλικές διακυμάνσεις, με τη μεταξύ τους απόκλιση να μειώνεται το 2023. Η στενότητα της αγοράς εργασίας στη μεταπανδημική εποχή οφείλεται κυρίως στη σταθερή αύξηση της ζήτησης εργασίας, ενώ η προσφορά εργασίας έχει επανέλθει στα προπανδημικά επίπεδα ή τα έχει υπερβεί στις ΗΠΑ, την ευρωζώνη και την Ελλάδα. Οι πραγματικές αμοιβές εργασίας ανά εργαζόμενο υστερούν του επιπέδου παραγωγικότητας της εργασίας και στις τρεις οικονομίες, ενώ παραμένουν κάτω από τα προπανδημικά τους επίπεδα στην ευρωζώνη και την Ελλάδα. Αυτό υποδηλώνει ότι στις οικονομίες αυτές θα μπορούσε να γίνει ανεκτή κάποια περαιτέρω αναπροσαρμογή των πραγματικών μισθών βραχυπρόθεσμα χωρίς πληθωριστικές επιπτώσεις.

Στο 59ο τεύχος περιλαμβάνονται επίσης περιλήψεις των “Δοκιμίων Εργασίας”, τα οποία δημοσίευσε (στην αγγλική γλώσσα) το Τμήμα Ειδικών Μελετών της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης και Μελετών της Τράπεζας στο διάστημα Ιανουαρίου-Ιουλίου 2024.

Το τεύχος του Οικονομικού Δελτίου είναι διαθέσιμο στην αγγλική γλώσσα και σε ηλεκτρονική μορφή εδω

Οι μελέτες που δημοσιεύονται στο Οικονομικό Δελτίο απηχούν, όπως πάντοτε, τις απόψεις των συγγραφέων και όχι κατ’ ανάγκην της Τράπεζας της Ελλάδος. 

googlenews

Ακολουθήστε το financialreport.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

close menu