Επιχειρήσεις

Θα πούμε το μέλι… μελάκι: Το χειρότερο έτος το 2023 στην ελληνική παραγωγή

Δύσκολη χρονιά το 2023 για τη μελισσοκομία

Η κακοκαίρια Daniel και εν γένει η κλιματική αλλαγή των τελευταίων ετών έχουν συντελέσει στην πολύ κακή πορεία του κλάδου, από άποψη παραγωγής την προηγούμενη πενταετία

Ως τη χειρότερη χρόνια στην τελευταία 20ετία του κλάδου μελισσοκομίας χαρακτηρίζουν οι φορείς το 2023, τόσο εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής που συνετέλεσε στη μείωση της παραγωγής ακόμα και 70%, όσο και λόγω των ανατιμήσεων στα κόστη που αποτέλεσαν τροχοπέδη. Κατά όσα αναφέρουν φορείς του κλάδου, ότι οι τιμές σε βασικές υπηρεσίες που συνδέονται με τη μελισσοκομία όπως τα καύσιμα, η τροφοδοσία των μελισσών και η συσκευασία έχουν σημειώσει άνοδο το 2023 από 50-100%.

Σύμφωνα με όσα αναφέρει στο FinancialReport ο  τέως Πρόεδρος της Ομοσπονδίας Μελισσοκόμων Ελλάδος (ΟΜΣΕ) Aναστάσιος Ποντίκης – παραιτήθηκε εν μέσω αιχμών το προηγούμενο Σάββατο- «η κλιματική αλλαγή χρόνο με τον χρόνο επηρεάζει τον κλάδο μας. Μειώνει τόσο τον ρυθμό παραγωγής των μελισσιών, όσο και τις πιθανότητες επιβίωσης των ιδίων των μελισσών. Θα έλεγα ότι το 2023 ήταν χρονιά που το πρόσημο στη μελισσοκομία ήταν αρνητικό από όλες τις απόψεις και αν δεν υπήρχε και η έκτακτη οικονομική ενίσχυση από πλευράς της πολιτείας, τα πράγματα θα ήταν ακόμα χειρότερα».

Ο κ. Ποντίκης σημειώνει, επίσης, ότι «η μέλισσα είναι ένα υπερευαίσθητο ον και οι κλιματικοί παράγοντες επηρεάζουν την παραγωγή και την επιβίωση της και όσο πιο δύσκολη γίνεται αυτή η διαδικασία, τόσο περισσότερο αυξάνονται τα μέσα που πρέπει να χρησιμοποιήσουμε για τη διασφάλισή της και κατά συνέπεια και τα κόστη. Και φυσικά όλο αυτό έχει και αποτύπωμα και στην τελική τιμή που φτάνει αυτό το αγαθό στον καταναλωτή».

Στην παρούσα φάση υπάρχουν στην Ελλάδα 25.000 μελισσοκομικές οικογένειες, με τις 7.000 από αυτές να ζουν αποκλειστικά από τη μελισσοκομία. Παράλληλα, αρκετοί από τους υπόλοιπους μελισσοκόμους είναι ετεροαπασχολούμενοι, ενώ άλλοι έχουν περιστασιακά ως χόμπι τους τη μελισσοκομία.

Επίσης, αυτή τη στιγμή τα μελίσσια στην ελληνική επικράτεια ξεπερνούν τα 2 εκατομμύρια, τα οποία, ανάλογα με τις κλιματικές συνθήκες, μπορούν να παράγουν από 11-20 κιλά η καθεμία το χρόνο.

Κατά όσα προκύπτουν, δε, από στοιχεία της ΟΜΣΕ, οι Έλληνες είναι οι δεύτεροι παγκόσμια στην κατανάλωση μελιού, με τον κ. Ποντίκη να επισημαίνει ότι η χώρα μας ότι αυτό είναι κάτι που έχει πορεία από τα αρχαία χρόνια, καθώς η Ελλάδα «έχει κουλτούρα στο μέλι».

O πρώην Πρόεδρος της Ομοσπονδίας Μελισσοκόμων Ελλάδας (ΟΜΣΕ) Αναστάσιος Ποντίκης

Όσον αφορά τις περιοχές της χώρας που έχουν στην παρούσα φάση τα περισσότερα μελίσσια, αυτές είναι η Χαλκιδική και η Θάσος, στις οποίες βρίσκονται το 65% του μελιού που είναι από πεύκο.

Σε αυτές θα πρέπει να προστεθεί και η Εύβοια, ειδικά η Βόρεια, η οποία έκανε μια διακοπή λόγω των πυρκαγιών, αλλά σταδιακά επιστρέφει.

Πάντως, το 2024 διαφαίνεται καλύτερο, τόσο σε σχέση με την παραγωγή, όσο και με την ισορροπία τιμών σε διαδικασίες που συνδέονται με τη μελισσοκομία, ενώ γίνονται προσπάθειες από τους φορείς για την ανανέωση της έκτακτης οικονομικής ενίσχυσης.

Εξαγωγές – εισαγωγές σημειώσατε Χ

Σύμφωνα με τον κ. Ποντίκη, το παράδοξο με το μέλι σαν προϊόν είναι ότι και εξάγεται και εισάγεται, σχεδόν σε ίδιες ποσότητες από και προς την Ελλάδα. “Είμαστε ελεύθερη αγορά και όπως εμείς στέλνουμε στο εξωτερικό το ελληνικό μέλι, παρότι, σε κανονικές συνθήκες δεν μας λείπει, έτσι και εισάγονται διάφορες ποικιλίες μελιού από το εξωτερικό. Ειδικά αυτή την εποχή που η παραγωγή στην Ελλάδα είναι μικρότερη, οι εισαγωγές είναι και περισσότερες”.

Αυτό που συμβαίνει σε αυτή την περίπτωση είναι ότι αναμειγνύονται μεγάλες ποσότητες μελιού από το εξωτερικό με μικρές ποσότητες ελληνικού και αυτό βαπτίζεται ως ‘’ελληνικό’’. Πρόκειται, κατά τον κ. Ποντίκη, επί της ουσίας για ‘’ελληνοποίηση’’ μελιού, το οποίο δεν είναι ούτε ποιοτικό, καθώς δεν ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένες προδιαγραφές, ενώ ανταγωνίζεται τα καθαρά ελληνικά μέλια λόγω και τις τιμής του.

Φανερές ακόμα οι επιπτώσεις του Daniel

Την ίδια στιγμή, οι μελισσοκόμοι, ειδικά της Θεσσαλίας, προσπαθούν ακόμα να ανακάμψουν από την κακοκαιρία Daniel, που έπληξε την περιοχή το περασμένο φθινόπωρο και είχε ως αποτέλεσμα να χαθούν εκατοντάδες κυψέλες.

Σύμφωνα με όσα τονίζει ο Γενικός Γραμματέας του Μελισσοκομικού Συνεταιρισμού Λάρισας Ιωάννης Σενκό στο financialreport.gr «όσον αφορά το θέμα των πλημμυρών, έχουν δρομολογηθεί οι αποζημιώσεις, κάποιοι μελισσοκόμοι έχουν πάρει το 70% και άλλοι 50%, λόγω δεύτερων ελέγχων που πρέπει να γίνουν. Περιμένουμε μέχρι τον Ιούνιο το 100%. Είναι πολύ δύσκολη η ανάκαμψη από μια τέτοια μεγάλη καταστροφή. Όμως, αν ανακοινωθεί έγκαιρα και το μέτρο 5.2, θα είναι καλύτερα τα πράγματα. Είναι μια βοήθεια που θα μας δώσει ώθηση για να συνεχίσουμε».

Κατά τον ίδιο, υπήρξαν μελισσοκόμοι που έχασαν το 100% της παραγωγής και των μελισσιών τους από τις πλημμύρες και κάποιοι δεν θα ξεκινήσουν πάλι την επιχείρησή τους, με δεδομένο ότι για να έχει κάποιος έσοδα από τη μελισσοκομία και να ζήσει μια οικογένεια θα πρέπει να έχει τουλάχιστον 300 μελίσσια, τα οποία μόνο αυτά, κάνουν πάνω από 2.000 ευρώ, χωρίς να υπολογιστούν άλλα έξοδα.

O Γενικός Γραμματέας του Μελισσοκομικού Συνεταιρισμού Λάρισας Ιωάννης Σενκό

Ο κ. Σενκό αναφέρθηκε, εξάλλου, και στο φαινόμενο των ελληνοποιήσεων μεγάλων ποσοτήτων μελιού, το οποίο πλήττει τον κλάδο, υπογραμμίζοντας ότι υπάρχει ανάγκη για αλλαγή της νομοθεσίας, αλλά και πιο εντατικών ελέγχων.

Κίνα και μετά Ευρώπη

Σημειώνεται ότι εν έτει 2024, η μελισσοκομία ασκείται σε όλες τις χώρες της ΕΕ και χαρακτηρίζεται από διαφορετικές συνθήκες παραγωγής, αποδόσεις και μελισσοκομικές πρακτικές.

Την πρώτη θέση στην παγκόσμια παραγωγή κατέχει η Κίνα, ενώ δεύτερη έρχεται η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία που προέκυψαν από την τελευταία έκθεση για την αγορά μελιού, που δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο, η ΕΕ παρέμενε και το 2021 ο δεύτερος παγκόσμιος παραγωγός μελιού, με τη συνολική παραγωγή στους 215.000 τόνους, από 230.000 τόνους έως το 2020.

Η Κίνα το 2021 παρουσίασε παραγωγή 486.000 τόνων, από 466.000 τόνους το 2020.

Παρόλαυτα, η ΕΕ είναι και καθαρός εισαγωγέας μελιού από τρίτες χώρες, αφού η ζήτηση είναι μεγαλύτερη από την προσφορά και η ζήτηση δεν καλύπτεται. Το ποσοστό αυτάρκειας αγγίζει το 60%.

Για τον λόγο αυτό, οι εισαγωγές είναι απαραίτητες για την κάλυψη της εγχώριας κατανάλωσης στην Ευρώπη, με την Κίνα και την Ουκρανία να παραμένουν οι βασικοί προμηθευτές της κοινότητας. Σύμφωνα με την ίδια έκθεση, το 2020 η ΕΕ εισήγαγε 174.912 τόνους μελιού δαπανώντας συνολικά 359.961.000 ευρώ και το 2021 173.511 τόνους ύψους 406.804.000 ευρώ.

Μαρία Μπακοπούλου

[email protected]

googlenews

Ακολουθήστε το financialreport.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

close menu