Επενδύσεις

Τα μυστικά της αγοράς εταιρικών ομολόγων – Πίνακας με όλα τα ομόλογα στο Χρηματιστήριο Αθηνών

Προσφέρουν διπλάσιες και τριπλάσιες αποδόσεις σε σχέση με τις προθεσμιακές καταθέσεις αλλά υπόκειται σε κίνδυνο

Σ΄ ένα περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού και επιτοκίων οι ιδιώτες επενδυτές αναζητούν εναλλακτικές λύσεις για τις αποταμιεύσεις τους.
Η πρόσφατη επιτυχής έκδοση του ομολόγου της Mytilineos ξαναβάζει μπροστά την αγορά εταιρικών ομολόγων και το σημαντικότερο είναι ότι το 91,2% των ομολογιών κατευθύνθηκε σε ιδιώτες επενδυτές, που αποτελεί ιστορικό ρεκόρ.
Εταιρικά ομόλογα, εισηγμένα στο Χρηματιστήριο Αθηνών με λήξεις από 3 έως 7 έτη και ενδεικτικές αποδόσεις από 3,63% έως 5,34% προσφέρουν διπλάσιες και τριπλάσιες αποδόσεις των προθεσμικών καταθέσεων. Βέβαια, η επένδυση σε ομμόλογα έχει κινδύνους με μεγαλύτερο τον κίνδυνο χρεοκοπίας του εκδότη. Ο δεύτερος μεγαλύτερος κίνδυνος είναι ότι οι τιμές του ομολόγου καθημερινά αλλάζουν, συνεπώς υπόκειται στον κίνδυνο διακύμανσης των τιμών ανάλογα με τις συνθήκες στο οικονομικό περιβάλλον και στην πορεία της εταιρείας αν πρόκειται για εταιρικό ομόλογο.

Όταν αυξάνονται τα επιτόκια, νέες εκδόσεις εταιρικών ομολόγων αναμένεται να έλθουν στην αγορά με μεγαλύτερες αποδόσεις από αυτές των παλαιότερων, έτσι οι τιμές των παλαιότερων εκδόσεων υποχωρούν.
Όταν μειώνονται τα επιτόκια, νέες εκδόσεις εταιρικών ομολόγων αναμένεται να έλθουν στην αγορά με μικρότερες αποδόσεις από αυτές των παλαιότερων, έτσι οι τιμές των παλαιότερων εκδόσεων ανεβαίνουν.
Είναι επομένως ιδιαίτερα σημαντικό να γνωρίζει ένας επενδυτής ότι η τιμή πώλησης ή αγοράς εταιρικών ομολόγων πριν από τη λήξη τους μπορεί να είναι μικρότερη ή μεγαλύτερη από την ονομαστική αξία του ομολόγου κατά τη λήξη.
Μια σειρά από οικονομικές συνθήκες επηρεάζουν το επίπεδο και την τάση των επιτοκίων. Τα επιτόκια συνήθως τείνουν να αυξάνουν σε μια οικονομία που αναπτύσσεται και, αντίθετα, να μειώνονται σε μια οικονομία σε ύφεση. Παρομοίως, αύξηση του πληθωρισμού οδηγεί σε αύξηση επιτοκίων (αν και σε κάποιο σημείο η ίδια η αύξηση των επιτοκίων προκαλεί αύξηση πληθωρισμού) και αντίστροφα.

Τα πλεονεκτήματα από την επένδυση σε εταιρικά ομόλογα είναι:
– Ελκυστικές Αποδόσεις: Με τις προθεσμιακές καταθέσεις να έχουν υποχωρήσει σε σχέση με τα επίπεδα των προηγούμενων ετών, οι επενδυτές μπορούν να διαφοροποιήσουν τα χρήματα που έχουν στην άκρη με τοποθέτηση ενός τμήματος των διαθέσιμων χρημάτων τους σε εταιρικά ομόλογα που προφέρουν ελκυστικότερες αποδόσεις.
-Τακτικό Εισόδημα: Επενδυτές που επιθυμούν να έχουν μια, όσο το δυνατόν, σταθερή απόδοση με τη μορφή μιας σταθερής ροής πληρωμών κάθε χρόνο από τα κουπόνια, μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα εταιρικά ομόλογα για να έχουν ένα τακτικό εισόδημα. Ταυτόχρονα αναμένουν στη λήξη την αποπληρωμή του κεφαλαίου που έχουν επενδύσει.
-Διασπορά: Με τη διασπορά τμήματος του χαρτοφυλακίου ενός επενδυτή σε περισσότερα εταιρικά ομόλογα διαφορετικών εταιρειών και κλάδων επιτυγχάνεται μείωση του συνολικού κινδύνου επένδυσης.
Όπως και σε όλα τα ομόλογα, στα εταιρικά ομόλογα η τιμή τους αυξάνει σε περίπτωση υποχώρησης των επιτοκίων και αντίστροφα, η τιμή τους μειώνεται σε περίπτωση ανόδου των επιτοκίων. Επίσης, όσο μεγαλύτερη είναι ο χρόνος ωρίμανσης του ομολόγου τόσο μεγαλύτερη είναι η επίπτωση στη μεταβολή της τιμής του ομολόγου. Δηλαδή, δύο ομόλογα με το ίδιο σταθερό επιτόκιο και διαφορετικές χρονικές διάρκειες ωρίμανσης έχουν διαφορετική συμπεριφορά σε περίπτωση μεταβολής των επιτοκίων. Το ομόλογο με την μεγαλύτερη χρονική διάρκεια ωρίμανσης παρουσιάζει συνήθως την μεγαλύτερη μεταβολή.

Η απόδοση
Η απόδοση είναι η βασικότερη έννοια που πρέπει να κατανοήσει όποιος επενδύει σε εταιρικά ομόλογα γιατί είναι αυτό που διαφοροποιεί τις επενδύσεις σε ομόλογα και επιτρέπει τη λήψη επενδυτικών αποφάσεων.
Ουσιαστικά η απόδοση εκφράζει το ποσοστό κέρδους ή ζημίας από την αγορά του ομολόγου, το οποίο βασίζεται στην τιμή αγοράς και τον τόκο που θα αποκομίζει μέσω των κουπονιών ο επενδυτής. Στην πράξη, η απόδοση μεταβάλλεται παρακολουθώντας τη μεταβολή της τιμής του ομολόγου. Για παράδειγμα,
αγοράζει κάποιος ένα ομόλογο σταθερού κουπονιού και το κρατά για 1 έτος, κατά την διάρκεια του οποίου ανεβαίνουν τα επιτόκια, και στη συνέχεια το πουλά. Με βάση αυτά που αναφέραμε παραπάνω, η τιμή πώλησης μπορεί να είναι χαμηλότερη από την τιμή αγοράς. Αν και ο επενδυτής που θα το αγοράσει θα εισπράξει κουπόνι σε ευρώ ίδιο με εμάς που του πουλήσαμε το ομόλογο και θα λάβει στη λήξη την ίδια ονομαστική αξία, η απόδοση του αγοραστή είναι υψηλότερη από τη δική μας γιατί, απλά, αγόρασε το ομόλογο σε τιμή χαμηλότερη από αυτή που το αγοράσαμε εμείς.
Υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός μέτρων αποδόσεων, που το καθένα έχει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Τρία χρήσιμα μέτρα είναι:
1. Η τρέχουσα απόδοση (current yield) συσχετίζει το ποσό του τοκομεριδίου με την τιμή αγοράς του ομολόγου και εκφράζεται ως ποσοστό επί τοις 100 (%). Υπολογίζεται ως :
y = C/P, όπου C είναι το ποσό του κουπονιού σε ευρώ και P είναι η τιμή αγοράς του ομολόγου.
Αν αγοράσουμε ένα ομόλογο στην ονομαστική του αξία , δηλαδή στο 100, τότε η τρέχουσα απόδοσή του ταυτίζεται με το επιτόκιο : η τρέχουσα απόδοση σε ένα ομόλογο με κουπόνι 7,25% που αγοράζουμε στην ονομαστική του αξία ισούται με 7,25%.
Αν η τιμή του ομολόγου είναι μικρότερη του 100 και το ομόλογο έχει τιμή με discount, τότε η τρέχουσα απόδοση του είναι μεγαλύτερη από το κουπόνι. Παράδειγμα σε ένα 8ετές εταιρικό ομόλογο 7% του οποίου η τιμή αγοράς είναι 94,17 : Το κουπόνι σε ευρώ είναι : 7% x Euro100 = Euro7. Η τιμή είναι Euro94.17 Η τρέχουσα απόδοση είναι 7/94,17 = 7,43%
Αν η τιμή του ομολόγου είναι μεγαλύτερη του 100 και το ομόλογο διαπραγματεύεται σε premium τότε η τρέχουσα απόδοση του είναι μικρότερη από το κουπόνι.
Το μειονέκτημα της τρέχουσας απόδοσης είναι ότι λαμβάνει υπόψη της μόνο το κουπόνι του ομολόγου και καμία άλλη πηγή κέρδους ή ζημίας από υπεραξία, χρόνο διακράτησης του ομολόγου και επανεπένδυση του κουπονιού. Επομένως, δεν θα πρέπει οι επενδυτές να αγοράζουν ή να πωλούν ομόλογα με βάση μόνο αυτό το μέτρο απόδοσης.
2. Η απόδοση στη λήξη (yield to maturity) είναι η ετησιοποιημένη απόδοση που αποφέρει ένα ομόλογο από την ημερομηνία αγοράς έως την ημερομηνία λήξης του και εκφράζεται ως ποσοστό επί τοις 100 (%) . Είναι το πιο συνηθισμένο μέτρο απόδοσης γιατί δίνει πληροφορία για την συνολική απόδοση που θα έχει ο επενδυτής αν κρατήσει το ομόλογο μέχρι τη λήξη. Έτσι, επιτρέπει να συγκρίνουμε ομόλογα με διαφορετικές λήξεις και διαφορετικά τοκομερίδια με ενιαίο τρόπο. Η απόδοση στη λήξη περιλαμβάνει όλα τα τοκομερίδια που αναμένεται να πληρωθούν μέχρι τη λήξη καθώς και το κέρδος από υπεραξία που θα έχει ο επενδυτής αν αγοράσει τα ομόλογα σε τιμή κάτω από την ονομαστική αξία (δηλαδή σε discount) ή τη ζημία από υπεραξία αν αγοράσει τα ομόλογα σε τιμή πάνω από την ονομαστική αξία (δηλαδή σε premium). Αυτό είναι το μέτρο απόδοσης που χρησιμοποιείται ευρύτερα, και συνυπολογίζει την επανεπένδυση του κουπονιού με βάση όμως την απόδοση στη λήξη.
3. H απόδοση κατά την ημερομηνία εξαγοράς (yield to call) είναι η απόδοση που αποφέρει ένα ομόλογο από την ημερομηνία αγοράς μέχρι την ημερομηνία εξαγοράς του από τον εκδότη του και εκφράζεται ως ποσοστό επί τοις 100 (%). Επειδή με βάση τους όρους της σύμβασης μπορεί ένα ομόλογο να έχει τη δυνατότητα να αποπληρωθεί νωρίτερα από την ημερομηνία λήξης του είναι χρήσιμο να ορίζεται ένα μέτρο απόδοσης με βάση το χρονοδιάγραμμα των αποπληρωμών, ιδιαίτερα της πρώτης).

Ομολογιακά Δάνεια Επιχειρήσεων στο Χρηματιστήριο Αθηνών (Μη Μετατρέψιμα) – Τιμές Παρασκευής 4 Αυγούστου 2023

googlenews

Ακολουθήστε το financialreport.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

close menu