Το στρατηγικό πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτούργησε ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζίμυ Κάρτερ
Του Βαγγέλη Χωραφά (*)
Λίγες ημέρες πριν τελειώσει το 2024, πέθανε ο Τζίμυ Κάρτερ, 39ος πρόεδρος των ΗΠΑ, από το 1979 έως το 1981, σε ηλικία 100 ετών.
Πολλά έχουν γραφτεί για τη προεδρία του Τζίμυ Κάρτερ και τις αλλαγές που επέφερε στις πολιτικές των ΗΠΑ. Ωστόσο, αυτό που είναι το πιο σημαντικό, είναι να προσδιοριστεί το στρατηγικό πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτούργησε ο Τζίμυ Κάρτερ. Μπορούμε να προσδιορίσουμε αυτό το πλαίσιο ως μια στρατηγική σύμπτυξη, έναν στρατηγικό εξορθολογισμό της πρωτοκαθεδρίας των ΗΠΑ στο διεθνές σύστημα, η οποία είχε πληγεί από την υπερέκταση των περασμένων δεκαετιών.
Η εξέταση αυτής της στρατηγικής σύμπτυξης έχει ιδιαίτερη σημασία, στο βαθμό που και ο Ντόναλντ Τραμπ, μετά την δεύτερη εκλογή του στη προεδρία των ΗΠΑ, αναμένεται να κινηθεί σε μια ίδια κατεύθυνση. Προς μια στρατηγική σύμπτυξη, με διαφορετικά βέβαια χαρακτηριστικά, από εκείνη που διαμορφώθηκε μετά τον πόλεμο του Βιετνάμ, δίνοντας έμφαση πρωτίστως στην εσωτερική αναδιάρθρωση των ΗΠΑ, ό,τι και να σημαίνει αυτό.
Οι ΗΠΑ μόλις είχαν βγει από την ήττα στον πόλεμο του Βιετνάμ και ο Κάρτερ έπρεπε να διαχειριστεί τις συνέπειες, τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό. Ο Κάρτερ ανέλαβε τα καθήκοντά του σε μια περίοδο «στασιμοπληθωρισμού», καθώς η οικονομία γνώριζε έναν συνδυασμό υψηλού πληθωρισμού και αργής οικονομικής ανάπτυξης. Οι δημοσιονομικές του πολιτικές επικεντρώθηκαν στη μείωση του πληθωρισμού με τη μείωση των ελλειμμάτων και των κρατικών δαπανών. Ανταποκρινόμενη στις ενεργειακές αναταράξεις που είχαν επιμείνει σε μεγάλο μέρος της δεκαετίας του 1970, η κυβέρνησή του θέσπισε μια εθνική ενεργειακή πολιτική σχεδιασμένη για τη μακροπρόθεσμη εξοικονόμηση ενέργειας και την ανάπτυξη εναλλακτικών ενεργειακών πόρων. Βραχυπρόθεσμα, η χώρα κατακλύστηκε από την ενεργειακή κρίση του 1979, την οποία ακολούθησε η ύφεση του 1980. Ο Κάρτερ επεδίωξε μεταρρυθμίσεις στα συστήματα πρόνοιας, υγειονομικής περίθαλψης και φορολογίας της χώρας, αλλά χωρίς να αποτελούν βαθιές τομές, ήταν σε μεγάλο βαθμό ανεπιτυχείς, εν μέρει λόγω των κακών σχέσεων που είχε ο Λευκός Οίκος με τους ίδιους τους Δημοκρατικούς στο Κογκρέσο.
Η στρατηγική σύμπτυξη γίνεται πιο ορατή στο επίπεδο της εξωτερικής πολιτικής. Ο Κάρτερ θέλησε να προωθήσει μια εξωτερική πολιτική που θα κινούνταν σε τρεις άξονες: την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την υποστήριξη της δημοκρατίας και των δημοκρατικών καθεστώτων και τη μείωση των στρατιωτικών επεμβάσεων στο εξωτερικό. Μέσα στα πλαίσια αυτά, η Ουάσιγκτον σταμάτησε την οικονομική και στρατιωτική βοήθεια στα καθεστώτα της Νικαράγουα, της Βραζιλίας, της Αργεντινής και της Χιλής. Μέσα στα ίδια πλαίσια, υπογράφηκε το 1977 και η συμφωνία με τον Παναμά για επιστροφή του Καναλιού του Παναμά, το 1999.
Η Ουάσιγκτον, συνεχίζοντας τη πολιτική Νίξον-Κίσινγκερ, προώθησε τις πολιτικές επαφές με το Πεκίνο και το 1979 οι δύο χώρες απέκτησαν και τυπικές διπλωματικές σχέσεις. Ο κοινός στόχος του περιορισμού της ΕΣΣΔ εξακολουθούσε να υφίσταται.
Με την ΕΣΣΔ, μέσα στα πλαίσια της πολιτικής της ύφεσης, η οποία όμως βάδιζε προς το τέλος της, η κυβέρνηση Κάρτερ υπέγραψε το 1979 τη συνθήκη SALT II, η οποία έθετε ανώτατα όρια στον αριθμό των πυρηνικών όπλων που κατείχαν οι δύο υπερδυνάμεις. Ο Κάρτερ ήθελε να υπάρξει μείωση του αριθμού των πυρηνικών όπλων, αλλά η Μόσχα δεν ακολούθησε. Αλλά ακόμα και αυτή η συμφωνία, δεν εγκρίθηκε από το Κογκρέσο και τελικά εγκαταλείφθηκε, εν μέρει λόγω και της εισβολής της ΕΣΣΔ στο Αφγανιστάν.
Η εισβολή της ΕΣΣΔ στο Αφγανιστάν, δημιούργησε σοβαρά θέματα και στη προεδρία Κάρτερ. Από την αρχή, το βασικό πρόβλημα της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης Κάρτερ αντικατοπτρίστηκε στον διχασμό μεταξύ του υπουργού Εξωτερικών Σάιρους Βανς, ο οποίος επεδίωκε βελτιωμένες σχέσεις με τη Σοβιετική Ένωση και τον Τρίτο Κόσμο, και του συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας Ζμπίγκνιου Μπρζεζίνσκι, ο οποίος τάχθηκε υπέρ της αντιπαράθεσης με τη Σοβιετική Ένωση, σε πολλούς τομείς. Ο Μπρζεζίνσκι πίστευε ότι η εισβολή της ΕΣΣΔ στο Αφγανιστάν θα αποτελούσε το «Βιετνάμ της ΕΣΣΔ» και η Ουάσιγκτον θα έπρεπε να το εκμεταλλευθεί, όπως και έγινε. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ενίσχυση των Μουτζαχεντίν, η οποία συνεχίστηκε και επί προεδρίας Ρέηγκαν, με καταστροφικές συνέπειες, σε βάθος χρόνου, για τις ΗΠΑ. Για τις ΗΠΑ εκείνη τη περίοδο, η σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν αποτελούσε απειλή, στο βαθμό που έφερνε την ΕΣΣΔ πιο κοντά στις πετρελαιοπηγές του Περσικού Κόλπου, σε μια περίοδο που οι οικονομίες των χωρών της Δύσης ήταν εξαρτημένες από το πετρέλαιο της περιοχής. Παράλληλα, η Ουάσιγκτον εκτιμούσε ότι η σοβιετική επέμβαση που έφερνε για πρώτη φορά τον Κόκκινο Στρατό εκτός των ορίων του Συμφώνου της Βαρσοβίας, μπορεί να δημιουργούσε ένα επικίνδυνο προηγούμενο.
Σε ό,τι αφορά τη Μέση Ανατολή, ο Κάρτερ διαμόρφωσε το πλαίσιο για τη Συμφωνία του Καμπ Ντέιβιντ του 1979 και της Συμφωνίας της Ουάσιγκτον, όταν η Αίγυπτος και το Ισραήλ ομαλοποίησαν τις σχέσεις τους, παρά τις μεγάλες αντιδράσεις στο εσωτερικό των δύο χωρών, αλλά και στον αραβικό κόσμο. Σε άμεση σχέση με την ίδια περιοχή διατύπωσε το 1980 το «δόγμα Κάρτερ», το οποίο παραμένει μία από τις βασικές συνιστώσες της αμερικανικής στρατηγικής. Διατυπώθηκε στον απόηχο της σοβιετικής εισβολής στο Αφγανιστάν και της Ισλαμικής Επανάστασης στο Ιράν και αποτυπώνει τη σημασία που διαχρονικά αποδίδει η Ουάσιγκτον στον έλεγχο των παγκόσμιων ενεργειακών ροών. Σύμφωνα με αυτό κάθε προσπάθεια από οποιαδήποτε εξωτερική δύναμη να αποκτήσει τον έλεγχο της περιοχής του Περσικού Κόλπου θα θεωρηθεί επίθεση στα ζωτικά συμφέροντα των ΗΠΑ και θα αποκρουσθεί με κάθε δυνατό μέσο, συμπεριλαμβανομένης της στρατιωτικής ισχύος. Ο έλεγχος των ενεργειακών ροών ήταν κρίσιμος για την Ουάσιγκτον, στο βαθμό που μετά την πετρελαϊκή κρίση του 1973 που προήλθε από τις ενέργειες των χωρών του Οργανισμού Αραβικών Πετρελαιοπαραγωγών Χωρών OAPEC, η πετρελαϊκή κρίση του 1979 προήλθε από τη πτώση της παραγωγής πετρελαίου στον απόηχο της Ιρανικής Επανάστασης.
Η προεδρία Κάρτερ δοκιμάστηκε από την Ιρανική Επανάσταση του 1979. Όχι μόνο από την αλλαγή των συσχετισμών στη Μέση Ανατολή, αλλά και από την Κρίση των Ομήρων της περιόδου 1979-1980. Η Ιρανική Επανάσταση, εκτός από τη θρησκευτική της διάσταση, σηματοδοτούσε και μια αλλαγή των γεωπολιτικών συσχετισμών στη περιοχή.
Με τα δεδομένα αυτά, το «δόγμα Κάρτερ» δεν αφορούσε μόνο τη ροή του πετρελαίου της Μέσης Ανατολής. Αφορούσε και την υπεράσπιση ενός τμήματος του Rimland, αυτού της Μέσης Ανατολής, που είχαν διαμορφώσει οι ΗΠΑ μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, για την περικύκλωση του Heartland, δηλαδή της καρδιάς της Ευρασίας. Μετά την οριστική απώλεια της Ινδοκίνας με την ήττα στον πόλεμο του Βιετνάμ, η Ουάσιγκτον κατανοούσε ότι η προσέγγιση με το Πεκίνο για την αντιμετώπιση της ΕΣΣΔ, δηλαδή του μεγαλύτερου μέρους του Heartland, δεν θα μπορούσε να είναι μόνιμη, επομένως η μη απώλεια άλλων περιοχών του Rimland, όπως η Μέση Ανατολή, αποτελούσε βασική προτεραιότητα. Ήδη, η απώλεια του Ιράν αποτελούσε ένα σημαντικό πλήγμα και οι επιπτώσεις για την Ουάσιγκτον, έπρεπε να ανασχεθούν. Οι συμφωνίες του Καμπ Ντέιβιντ και της Ουάσιγκτον που θα έθεταν τη βάση εξομάλυνσης των διαφορών του Ισραήλ με τον αραβικό κόσμο και την ειρηνική συνύπαρξη τους, αποτελούσαν μέρος αυτής της στρατηγικής μείωσης των απωλειών σε αυτή τη περιοχή του Rimland.
Παράλληλα με το «δόγμα Κάρτερ», οι ΗΠΑ ακολούθησαν μετά τον πόλεμο του Βιετνάμ και μια πολιτική εσωτερικής εξισορρόπησης σε ό,τι αφορά το στρατιωτικό τομέα, για την ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων. Με την καθοδήγηση του στρατηγού Ντον Στάρι, υιοθετήθηκε το δόγμα AirLand Battle, για την αντιμετώπιση του συμφώνου της Βαρσοβίας στην Ευρώπη, μέρος του οποίου ήταν η απόκτηση τεχνολογικής υπεροχής, η οποία αναζητήθηκε μέσα από νέα οπλικά συστήματα, τα οποία εμφανίστηκαν τις επόμενες δεκαετίες και κυριάρχησαν στους στρατούς της Δύσης.
Ο Τζίμυ Κάρτερ έλαβε το Νόμπελ Ειρήνης το 2002. Ήταν μια πολιτική κίνηση της επιτροπής απονομής του βραβείου, σε μια περίοδο που ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους ετοιμάζονταν για την εισβολή στο Ιράκ, όπως έγινε εμφανές και από τη σχετική ανακοίνωση. Οι περισσότεροι πολιτικοί αναλυτές θεωρούσαν ότι ο Τζίμυ Κάρτερ θα έπρεπε να πάρει το Νόμπελ Ειρήνης το 1978, μαζί με τους Ανουάρ Σαντάτ και Μεναχέμ Μπέγκιν, για τη Συμφωνία του Καμπ Ντέιβιντ και όχι το 2002, όπως συνέβη.
Αργότερα, ο Τζίμυ Κάρτερ στράφηκε κατά του Ισραήλ, το οποίο χαρακτήρισε ως κράτος-απαρτχάιντ, στο βιβλίο που εξέδωσε το 2006 με τίτλο «Palestine: Peace Not Apartheid», συγκρίνοντας το με το καθεστώς της Νότιας Αφρικής. Οι υποστηρικτές του Ισραήλ κατηγόρησαν τον Κάρτερ για αντισημιτισμό Τάχθηκε επίσης υπέρ της αυτοδιάθεσης των Παλαιστινίων, ενώ από το 2008 και μετά, πραγματοποίησε μια σειρά επαφών με τους ηγέτες της Χαμάς, για την εξεύρεση λύσεων για τη Γάζα. Μέσα στα πλαίσια αυτών των προσπαθειών, ο Κάρτερ επέκρινε την κυβέρνηση Τραμπ το 2017 όταν αναγνώρισε την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ και μετέφερε την πρεσβεία των ΗΠΑ από το Τελ Αβίβ στην πόλη, που οι περισσότερες χώρες θεωρούν μέρος των παλαιστινιακών εδαφών. Παρά τις προσπάθειες αυτές, υπήρξαν πολιτικές δυνάμεις στον αραβικό κόσμο που κατηγόρησαν τον Τζίμυ Κάρτερ ότι στη Συμφωνία του Καμπ Ντέιβιντ, δεν διασφάλισε τα συμφέροντα των Παλαιστινίων και κυρίως, ότι η συμφωνία απέκοψε την Αίγυπτο από τη στήριξη της Παλαιστίνης.
Στις ΗΠΑ υπάρχουν πολλές απόψεις για το αν ο Τζίμυ Κάρτερ ήταν ένας επιτυχημένος ή όχι πρόεδρος, ο οποίος έκανε μόνο μια θητεία, αλλά αυτή είναι μια εσωτερική συζήτηση. Ο Τζίμυ Κάρτερ ήταν ένας πρόεδρος ο οποίος προώθησε τα συμφέροντα των ΗΠΑ και τη διατήρηση της πρωτοκαθεδρίας τους σε παγκόσμια κλίμακα, υλοποιώντας μια στρατηγική σύμπτυξης, γιατί αυτό επέβαλλαν τα συμφέροντα της χώρας του, εκείνη τη περίοδο.
Ο Τζίμυ Κάρτερ βρέθηκε στη προεδρία των ΗΠΑ το 1979, που από πολλούς θεωρείται ως ένα καθοριστικό έτος για τις εξελίξεις του μεταπολεμικού κόσμου και από άλλους, ως annus horibilis. Το 1979 ήταν η χρονιά που ξεκίνησαν να διαμορφώνονται μια σειρά από τάσεις που εξακολουθούν να αναπτύσσονται ακόμα και σήμερα.
Στις 4 Μαΐου 1979, η Μάργκαρετ Θάτσερ έγινε πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου. Η άνοδος της στην εξουσία συμβολίζει την έλευση του νεοφιλελευθερισμού ως κυρίαρχης οικονομικής στρατηγικής, στην αρχή στη Δύση και μετά σε παγκόσμιο επίπεδο. Βέβαια το Ηνωμένο Βασίλειο δεν είχε τη δυνατότητα να επιβάλλει τέτοιες πολιτικές και το 1980 ο Ρόναλντ Ρέιγκαν, νικώντας στις προεδρικές εκλογές τον Τζίμυ Κάρτερ, θα ήταν αυτός που μαζί με τη Θάτσερ θα επέβαλλαν αυτή τη στρατηγική.
Τον Φεβρουάριο 1979 ξέσπασε ο πόλεμος μεταξύ Κίνας και Βιετνάμ. Για πρώτη φορά στη παγκόσμια ιστορία, δύο σοσιαλιστικές χώρες οδηγήθηκαν σε πολεμική αναμέτρηση. Αυτή η εξέλιξη θεωρούνταν μέχρι τότε αδιανόητη, με βάση τις αρχές του μαρξισμού-λενινισμού που πρέσβευαν οι δύο χώρες, αλλά τελικά επικράτησαν οι γεωπολιτικές αναγκαιότητες.
Τον Μάρτιο 1979, έγινε το ατύχημα στο πυρηνικό εργοστάσιο Three Mile Island. Ήταν το πρώτο μεγάλης κλίμακας πυρηνικό ατύχημα, το οποίο έθεσε σε αμφισβήτηση ‒θα ακολουθούσε αργότερα το Τσερνομπίλ‒ την ασφάλεια της παραγωγής ενέργειας από πυρηνικούς σταθμούς.
Το 1979 θεωρείται η χρονιά που ξεκίνησε ο ισλαμικός τζιχαντισμός, με τη μορφή που τον γνωρίζουμε σήμερα. Τρία γεγονότα συνέβαλαν στη διαμόρφωση αυτής της τάσης. Το πρώτο ήταν η Ιρανική Επανάσταση του 1979, η οποία ανέτρεψε το φιλοδυτικό καθεστώς του Σάχη και επέβαλλε ένα θεοκρατικό σιιτικό καθεστώς. Το δεύτερο ήταν η κατάληψη του μεγάλου τζαμιού της Μέκκας από μια πολυεθνική ομάδα τζιχαντιστών, που είχαν ως στόχο να ανατρέψουν τη βασιλική οικογένεια της Σαουδικής Αραβίας και να εγκαθιδρύσουν ένα θεοκρατικό καθεστώς. Το τρίτο ήταν η εισβολή της ΕΣΣΔ στο Αφγανιστάν τον Δεκέμβριο 1979, από την οποία βγήκαν ενισχυμένοι οι Μουτζαχεντίν, ενώ ενισχύθηκε και ο ισλαμικός ριζοσπαστισμός, όπως θα γίνονταν εμφανές τα επόμενα χρόνια.
Τον Ιούνιο 1979 έγιναν οι πρώτες ευρωεκλογές για την ανάδειξη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Οι εκλογές αυτές δεν ενίσχυσαν την Ευρώπη έναντι των ΗΠΑ, στο βαθμό που οι δεσμοί εξάρτησης δεν χαλάρωσαν, αλλά αποτέλεσαν την απαρχή της δημιουργίας ενός υβριδικού ευρωπαϊκού συστήματος, γραφειοκρατικού και δημοκρατικά ελλειμματικού, το οποίο συνεχίζει να αναπαράγει τις ανισότητες και τις παθογένειες του, μέχρι σήμερα.
(*) O Βαγγέλης Χωραφάς, διευθυντής της ιστοσελίδας γεωπολιτικής https://www.geoeurope.org/
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ:
- «Στροφή» Τραμπ: Εγκρίνει την απόφαση της Fed να διατηρήσει σταθερά τα επιτόκια
- Γερμανικός Τύπος: Ξυπνά το ηφαίστειο της Σαντορίνης;
- Ναυάγιο της Πύλου: Ο Συνήγορος του Πολίτη καταλογίζει σοβαρές παραλείψεις στο Λιμενικό
- Ψάχνουν τον Μπέο για αυτόφωρο: «Είμαι Αθήνα», γράφει στο facebook!
- ΓΣΕΕ: Γενική 24ωρη απεργία στις 9 Απριλίου
- SKY express: Έκτακτες πτήσεις από και προς Σαντορίνη – Εγκαταλείπουν το νησί λόγων σεισμών
- Attica Group: Έκτακτo δρομολόγιo για να φέρει κόσμο από Σαντορίνη
- Συνάλλαγμα: Το ευρώ πέφτει στα 1,0268 δολάρια
Ακολουθήστε το financialreport.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις