Διεθνή

Stratfor: H Αλ Κάιντα μετά τον θάνατο του Αϊμάν αλ Ζαουάχρι

H CIA πραγματοποίησε επίθεση με UAV το πρωί της 31ης Ιουλίου στην Καμπούλ από την οποία σκοτώθηκε ο ηγέτης της Αλ Κάιντα Αϊμάν αλ Ζαουάχρι. Ανώτατος αξιωματούχος της κυβέρνησης Μπάιντεν υποστήριξε πως «πολλαπλές ροές πληροφοριών» ενίσχυσαν την σιγουριά των ΗΠΑ πως το πλήγμα δεν είχε ως αποτέλεσμα να υπάρξουν θύματα μεταξύ αμάχων πολιτών.

Ο αλ Ζαουάχρι φέρεται πως έμενε σε σπίτι στην γειτονιά Σερπούρ της Καμπουλ, που ανήκε σε κορυφαίο σύμβουλο του ανώτατου ηγέτη των Ταλιμπάν και προσωρινό υπουργό Εσωτερικών Σιρατζουντίν. Είναι ασαφές για πόσο καιρό βρίσκονταν στο Αφγανιστάν ο αλ Ζαουάχρι, αν και ένας φερόμενος ως «ανώτερος ηγέτης» εντός των Ταλιμπάν φέρεται να είπε στο Reuters πως ο αλ Ζαουάχρι είχε «μεταφερθεί σε ‘πολύ ασφαλές μέρος’ στην Καμπούλ» λίγους μήνες μετά την κατάληψη του Αφγανιστάν από τους Ταλιμπάν τον Αύγουστο του 2021.

H παραβίαση της συμφωνίας της Ντόχα ΗΠΑ και Ταλιμπάν
Ο ίδιος ανώτατος αξιωματούχος της κυβέρνησης Μπάιντεν δήλωσε πως η παρουσία του αλ Ζαουάχρι συνιστούσε «ξεκάθαρη παραβίαση» της συμφωνίας της Ντόχα μεταξύ των ΗΠΑ και των Ταλιμπάν του 2020, που μεταξύ άλλων περιελάμβανε δεσμεύσεις από τους Ταλιμπάν «να μην επιτρέψουν σε κανένα από τα μέλη τους, σε άλλα άτομα ή ομάδες, συμπεριλαμβανομένης της Αλ Κάιντα, να χρησιμοποιήσουν το έδαφος του Αφγανιστάν για να απειλήσουν την ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων τους» και «να μην φιλοξενούν (τέτοια άτομα ή ομάδες) σύμφωνα με τις δεσμεύσεις» της συμφωνίας.

Ο ίδιος ανώτατος αξιωματούχος της αμερικανικής κυβέρνησης είπε επίσης πως «μέλη των Χακάνι Ταλιμπάν έλαβαν δράση μετά την επίθεση για να συγκαλύψουν την προηγούμενη παρουσία του Ζαουάχρι στην τοποθεσία» και προέβησαν σε «συντονισμένη προσπάθεια για να περιορίσουν την πρόσβαση στο ασφαλές καταφύγιο και την γύρω περιοχή για ώρες μετά το πλήγμα».

Οι Ταλιμπάν αρχικά αρνήθηκαν τις αναφορές πως υπήρξε πλήγμα με UAV και αντιθέτως ισχυρίστηκαν πως ρουκέτα είχε πλήξει μια κατοικία στην Καμπούλ και πως δεν υπήρξαν απώλειες, αλλά ο εκπρόσωπος των Ταλιμπάν αργότερα επιβεβαίωσε και καταδίκασε το πλήγμα, ισχυριζόμενος πως παραβίασε τη Συμφωνία της Ντόχα μεταξύ των ΗΠΑ και των Ταλιμπάν.

Το πλήγμα είναι η πρώτη ανακοινωθείσα και επιβεβαιωμένη αντιτρομοκρατική επιχείρηση των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν από τότε που αποχώρησαν οι αμερικανικές και συμμαχικές δυνάμεις από τη χώρα τον Αύγουστο του 2021, και σύμφωνα με πληροφορίες είχε προγραμματιστεί εδώ και μήνες.

Ένα βασικό ερώτημα από την απόσυρση του περασμένου καλοκαιριού ήταν εάν οι ΗΠΑ θα ήταν σε θέση να εντοπίσουν και να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις εξτρεμιστικές απειλές στο Αφγανιστάν μετά την απώλεια assets πληροφόρησης από τις ΗΠΑ και την παρουσία τους στο έδαφος. Ωστόσο, η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει δηλώσει με συνέπεια ότι οι ΗΠΑ διατηρούν μια αντιτρομοκρατική ικανότητα «πάνω από τον ορίζοντα» για τη συλλογή πληροφοριών και τη διεξαγωγή επιθέσεων με UAV στο Αφγανιστάν για την υποβάθμιση εξτρεμιστικών στόχων χωρίς να έχουν παρουσία στο έδαφος.

Το πλήγμα έρχεται επίσης εβδομάδες αφότου το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ δημοσίευσε έκθεση στην οποία σημειώνεται ότι η «φαινομενική αυξημένη άνεση και ικανότητα επικοινωνίας του αλ Ζαουάχρι… συνέπεσε με την κατάληψη του Αφγανιστάν από τους Ταλιμπάν και την εδραίωση της εξουσίας των βασικών συμμάχων της Αλ Κάιντα εντός της de facto διοίκησής τους».

Οι αξιωματικοί του τομέα πληροφοριών των ΗΠΑ φέρεται να χρειάστηκαν αρκετούς μήνες για να σιγουρευτούν για την παρουσία του αλ Ζαουάχρι στο εν λόγω σπίτι, να καθορίσουν το «μοτίβο διαβίωσης» του αλ Ζαουάχρι και των άλλων ενοίκων του σπιτιού και να εξακριβώσουν λεπτομέρειες σχετικά με τη δομή και τη γύρω περιοχή  για να δώσουν στον Πρόεδρο των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν μια σειρά βιώσιμων επιλογών και να εργαστεί για την ελαχιστοποίηση του κινδύνου απωλειών αμάχων.

Για τις ΗΠΑ, το πλήγμα αποδεικνύει ότι διατηρεί κάποια ικανότητα στο Αφγανιστάν να συλλέγει πληροφορίες και να διεξάγει χτυπήματα εναντίον στόχων υψηλής αξίας, αν και είναι πολύ νωρίς για να εκτιμηθεί η ευρύτερη αποτελεσματικότητα της στρατηγικής “πάνω από τον ορίζοντα” στην αντιμετώπιση πιθανής επανόδου των εξτρεμιστών στη χώρα.

Ενώ οι προαναφερθείσες προσπάθειες για την εξακρίβωση ενός «μοτίβου διαβίωσης» του αλ Ζαουάχρι υποδεικνύουν κάποιο επίπεδο υποκείμενης ικανότητας συλλογής πληροφοριών στο Αφγανιστάν, οι περιορισμοί στη χρήση των UAV και στην μικρή, αν όχι ανύπαρκτη, παρουσία στο έδαφος για την εκτέλεση επιχειρήσεων σημαίνουν πολύ μειωμένη ικανότητα συλλογής και εκμετάλλευσης πληροφοριών μετά από στοχευμένα χτυπήματα.

Οι αναφορές είναι αντικρουόμενες ως προς το αν μια αμερικανική «ομάδα εδάφους» σκόπευε να υποστηρίξει το χτύπημα και να βοηθήσει στην επιβεβαίωση του θανάτου του αλ Ζαουάχρι, και αν μια τέτοια ομάδα μπόρεσε να εισέλθει στην κατοικία για να συλλέξει πληροφορίες μετά το χτύπημα. Η συλλογή και η εκμετάλλευση πληροφοριών στον απόηχο της επιδρομής των ΗΠΑ το 2011 που οδήγησε στη δολοφονία του Οσάμα Μπιν Λάντεν θεωρείται βασικός παράγοντας στην επιτυχία των επακόλουθων αντιτρομοκρατικών επιχειρήσεων κατά της Αλ Κάιντα. Εάν οι ΗΠΑ δεν ήταν σε θέση να πραγματοποιήσουν κάτι παρόμοιο μετά το πλήγμα κατά του αλ Ζαουάχρι, αυτό πιθανότατα θα περιόριζε τις μακροπρόθεσμες αντιτρομοκρατικές επιπτώσεις της πρόσφατης επιχείρησης.

Μένει επίσης να φανεί εάν το χτύπημα είναι ένα μοναδικό περιστατικό ή αν προμηνύει μια στροφή των ΗΠΑ προς μια πιο δυναμική αντιτρομοκρατική δράση στο Αφγανιστάν, μεταξύ άλλων μέσω περαιτέρω χτυπημάτων εναντίον στόχων υψηλής αξίας. Ενώ υπάρχουν αυξανόμενες ανησυχίες για την επάνοδο όχι μόνο της Αλ Κάιντα, αλλά και του κλάδου του Ισλαμικού Κράτους στο Αφγανιστάν, μέχρι τώρα, η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν είχε αναλάβει θανατηφόρα δράση στη χώρα μετά την στρατιωτική αποχώρηση του Αυγούστου του 2021.

 

Για την Αλ Κάιντα, η δολοφονία του αλ Ζαουάχρι είναι απίθανο να υποβαθμίσει σημαντικά τις δυνατότητες των περιφερειακών συνεργατών της οργάνωσης στο κοντινό μέλλον, αλλά η οργάνωση θα μπορούσε να αλλάξει την ευρύτερη στρατηγική της κατεύθυνση μακροπρόθεσμα ανάλογα με το ποιος θα τον διαδεχθεί. Δεδομένου ότι η λήψη αποφάσεων τακτικής γενικά έχει ανατεθεί από την κεντρική ηγεσία της Αλ Κάιντα στους συνεργάτες της και ότι ο αλ Ζαουάχρι θεωρείται εδώ και πολύ καιρό περισσότερο ως ηγέτης με διακοσμητικό ρόλο παρά ως τακτικιστής, βραχυπρόθεσμα ο θάνατός του είναι απίθανο να αλλάξει τις δυνατότητες των συνεργατών του, που πιθανότατα θα διατηρήσουν την τρέχουσα πορεία τους στις αντίστοιχες περιοχές τους, δεδομένου ότι πολλοί απολαμβάνουν ευρεία επιχειρησιακή ελευθερία.

Μακροπρόθεσμα, ανάλογα με το ποιος θα διαδεχθεί τον αλ Ζαουάχρι και εάν η κεντρική ηγεσία θα συνεχίσει να παίζει σημαντικό ρόλο επηρεάζοντας τη συνολική στρατηγική κατεύθυνση της οργάνωσης, η Αλ Κάιντα θα μπορούσε να προβεί σε μια ευρύτερη αλλαγή στρατηγικής. Από τότε που αντιμετώπισε μια σειρά από επιχειρησιακές αναποδιές την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, η Αλ Κάιντα έχει επικεντρωθεί σε μεγάλο βαθμό στην ανάπτυξη παρουσίας σε διάφορες περιοχές του πλανήτη και την εμπλοκή σε «τοπικές» περιφερειακές συγκρούσεις, ενώ ταυτόχρονα δίνει λιγότερη έμφαση στις ιστορικές της φιλοδοξίες να στοχεύσει τις ΗΠΑ και τη Δύση.

Μεταξύ άλλων, αυτές οι στρατηγικές αλλαγές φέρεται να είχαν σκοπό να μειώσουν την αντιτρομοκρατική πίεση της Δύσης στην οργάνωση, επιτρέποντας της να επιβιώσει και να διατηρήσει τη συνάφεια με το παγκόσμιο κίνημα των τζιχαντιστών. Αυτές οι ανησυχίες, μαζί με τη μακροχρόνια πίστη της Αλ Κάιντα στη «στρατηγική υπομονή», φαίνεται να δίνουν στην οργάνωση ένα κίνητρο να διατηρήσει την τρέχουσα πορεία της ανεξάρτητα από το ποιος θα διαδεχθεί τον αλ Ζαουάχρι, συνεχίζοντας να επικεντρώνεται στις τοπικές συγκρούσεις και να στοχεύσει ξανά τη Δύση μόνον όταν οι αντιληπτές συνθήκες βελτιωθούν. Ωστόσο, παραμένει η πιθανότητα ότι ένας μελλοντικός ηγέτης ή ακόμη και μεμονωμένοι συνεργάτες θα μπορούσαν να αλλάξουν πορεία και να επιχειρήσουν να επιστρέψουν στη στόχευση των ΗΠΑ και άλλων δυτικών χωρών νωρίτερα αντί για αργότερα.

Τα ενεργά παρακλάδια

Τα τελευταία χρόνια, η Τζαμαάτ Νουσράτ αλ Ισλάμ ουαλ Μουσλιμίν στη Δυτική Αφρική και η αλ Σαμπάαμπ στη Σομαλία ήταν οι πιο ενεργοί επιχειρησιακά και θεωρούνται από τους πιο ισχυρούς συνεργάτες της Αλ Κάιντα. Καμία από τις δύο (αν και με ορισμένες εξαιρέσεις στην περίπτωση της αλ Σαμπάαμπ) δεν έχει δείξει σαφή πρόθεση ή ικανότητα να χτυπήσει τη Δύση, ενώ και οι δύο έχουν λειτουργήσει σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητα από την κεντρική ηγεσία της Αλ Κάιντα.

Αντίθετα, η Αλ Κάιντα στην Αραβική Χερσόνησο – που ιστορικά είναι ο στενότερος συνεργάτης των ηγετών της οργάνωσης στο Αφγανιστάν και το Πακιστάν – έχει δείξει μεγαλύτερη πρόθεση και ικανότητα να επιτεθεί στη Δύση. Αλλά πρόσφατα, αντιμετώπισε αναποδιές στο προπύργιο της στην Υεμένη και η προοπτική της είναι τουλάχιστον κάπως συνδεδεμένη με τον συνεχιζόμενο εμφύλιο πόλεμο στην Υεμένη.

Μια πρόσφατη έκθεση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ απαριθμούσε τη γραμμή διαδοχής του αλ Ζαουάχρι ως προς την αρχαιότητα ως υψηλόβαθμο: το μέλος-βετεράνο Σαΐφ αλ Αντλ· τον γενικό διευθυντή και επικεφαλής των επιχειρήσεων μέσων ενημέρωσης Αμπντάλ Ραχμάν αλ Μαγκρεμπί· τον ηγέτη της Αλ Κάιντα στο Ισλαμικό Μαγκρέμπ Αμπου Ουμπαυντά Γιουσούφ αλ Αναμπί · και τον αρχηγό της αλ Σαμπάαμπ Αχμέντ Ντιριγιε. Ο Σαΐφ αλ Αντλ θεωρείται από καιρό ο πιο πιθανός διάδοχος του αλ Ζαουάχρι, δεδομένης της εμπειρίας του και του σεβασμού που φέρεται να χαίρει εντός της οργάνωσης, αλλά και εξαιτίας του ότι οι αλ Αντλ και αλ Μαγκρεμπί μένουν στο Ιράν και η Τεχεράνη τους έχει επιβάλει περιορισμούς στις μετακινήσεις μειώνοντας έτσι την πιθανότητα να μπορούν να αναλάβουν την ηγεσία.

Για τους Ταλιμπάν, η αποκάλυψη ότι ο αλ Ζαουάχρι έμενε στο κέντρο της Καμπούλ – και σύμφωνα με πληροφορίες στο σπίτι ενός κορυφαίου συμβούλου του ανώτερου ηγέτη και εν ενεργεία υπουργού Εσωτερικών Σιρατζουντίν Χακανι – θα ενισχύσει τη διεθνή κριτική που δέχεται η οργάνωση και θα κάνει ακόμη και την προσπάθειά της για διεθνή αναγνώριση πιο δύσκολη.

Η παρουσία του αλ Ζαουάχρι στο κέντρο της Καμπούλ είναι από τις πιο απτές αποδείξεις της φαινομενικά διαρκούς σχέσης μεταξύ των Ταλιμπάν και της Αλ Κάιντα παρά τις διαβεβαιώσεις των Ταλιμπάν ότι είχαν διακόψει τους δεσμούς τους με την οργάνωση. Οι αποκαλύψεις στηρίζουν την πρόσφατη εκτίμηση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ ότι η Αλ Κάιντα και οι Ταλιμπάν παραμένουν κοντά, με την ηγεσία της Αλ Κάιντα να «παίζει συμβουλευτικό ρόλο στους Ταλιμπάν». Επιπλέον, και ιδιαίτερα στο Αφγανιστάν, το πλήγμα θα ενισχύσει τις αντιλήψεις ότι οι Ταλιμπάν είναι ανίκανοι να διασφαλίσουν τη χώρα και να αποτρέψουν την εισβολή ξένων στη χώρα. Από την άλλη πλευρά, μπορεί επίσης να προσφέρει στους Ταλιμπάν την ευκαιρία να προσπαθήσουν να αυξήσουν τη λαϊκή υποστήριξη, παρουσιάζοντας τις ΗΠΑ ως αυτή που παραβιάζει την κυριαρχία τους. Θα γίνει πιο ξεκάθαρο τις επόμενες ημέρες εάν οι Ταλιμπάν θα υποστούν πλήγμα ή θα είναι σε θέση να εκμεταλευτούν το περιστατικό προς όφελός τους.

Το χτύπημα των ΗΠΑ έρχεται μετά τις αεροπορικές επιδρομές που αναφέρθηκαν από το Πακιστάν τον Απρίλιο με στόχο φερόμενους μαχητές της Τεχρίκ ι Ταλιμπάν Πακιστάν (TTP) στο ανατολικό Αφγανιστάν. Αυτά τα πλήγματα υπέσκαψαν κάπως τους ισχυρισμούς των Ταλιμπάν ότι είναι εγγυητές της ασφάλειας της χώρας, αύξησαν τις εντάσεις με το Πακιστάν και συνέβαλαν στην προώθηση του τελευταίου γύρου διαπραγματεύσεων για κατάπαυση του πυρός μεταξύ της πακιστανικής κυβέρνησης και του TTP με τη μεσολάβηση των Αφγανικών Ταλιμπάν.

Το Ισλαμικό Κράτος

Εν τω μεταξύ, το Ισλαμικό Κράτος θα προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί τον θάνατο του αλ Ζαουάχρι, εκμεταλλευόμενο ακόμα και ένα προσωρινό κενό στην ηγεσία της Αλ Κάιντα για να προσπαθήσει να εδραιώσει τη θέση και το status του στο παγκόσμιο τζιχαντιστικό κίνημα.

Το Ισλαμικό Κράτος θα επικρίνει σχεδόν σίγουρα τους Ταλιμπάν και την Αλ Κάιντα μετά το χτύπημα, πιθανότατα χρησιμοποιώντας τον τεράστιο μηχανισμό προπαγάνδας του για να τονίσει την ανικανότητα των Ταλιμπάν να εξασφαλίσουν το Αφγανιστάν και να τους κατηγορήσει για συνενοχή στο χτύπημα, ενώ πιθανότατα θα ισχυριστεί ότι το χτύπημα καταδεικνύει αδυναμία της Αλ Κάιντα.

Τέτοια αφηγήματα θα υποστήριζαν επίσης τις πιθανές προσπάθειες του ΙΚ να στρατολογήσει δυσαρεστημένα, αποθαρρυμένα μέλη της Αλ Κάιντα στο Ισλαμικό Κράτος μετά το χτύπημα, αν και μένει να φανεί αν θα έχει σημαντική επιτυχία σε τέτοιες προσπάθειες.

Οι προσπάθειες του Ισλαμικού Κράτους να αναδείξει τη θέση του στο παγκόσμιο τζιχαντιστικό κίνημα μπορεί επίσης να πυροδοτήσουν μια βραχυπρόθεσμη αύξηση της κινητικότητα των περιφερειακών συνεργατών του. Πιο συγκεκριμένα, το Ισλαμικό Κράτος της Επαρχίας Χορασάν (ISKP), συνεργάτης του ΙΚ με έδρα το Αφγανιστάν, αύξησε τη δραστηριότητά του στη χώρα από την αρχή της παραδοσιακής εαρινής περιόδου μαχών μετά από μια σχετική ηρεμία στις επιθέσεις της το χειμώνα.

Το πρόσφατο χτύπημα των ΗΠΑ μπορεί να πυροδοτήσει περαιτέρω επιθέσεις του ISKP, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που στοχεύουν θρησκευτικές μειονότητες σε μια προσπάθεια να σπείρουν τον σεχταριστικό διχασμό, και απευθείας εναντίον των Ταλιμπάν, τους οποίους θεωρούν ως ιδεολογικό αντίπαλο και αντίπαλο στο πεδίο μάχης. Τις επόμενες εβδομάδες, το ISKP μπορεί επίσης να πραγματοποιήσει περαιτέρω επιθέσεις με ρουκέτες εναντίον γειτονικών χωρών για να ανακτήσει την περιφερειακή και διεθνή προσοχή και να επιδείξει την επιχειρησιακή ελευθερία του στο Αφγανιστάν ως μέσο για να υπονομεύσει τους Ταλιμπάν.

googlenews

Ακολουθήστε το financialreport.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

close menu