Διεθνή

Politico: Εάν η βαρετή Ελβετία δεν μπορεί να σώσει τις τράπεζες της, ποιος μπορεί;

Το ερώτημα εάν η Ελβετία, αυτή η χώρα που αν μη τι άλλο φημίζεται για την οικονομική σταθερότητα και αξιοπιστία της, δεν μπορεί να σώσει τις τράπεζες της, τότε ποιος πραγματικά μπορεί, διατυπώνει σε σημερινό δημοσίευμα του το Politico.

Σύμφωνα με το Politico, η Credit Suisse, η 19η μεγαλύτερη τράπεζα της Ευρώπης, καθίσταται πλέον η μεγαλύτερη τραπεζική απώλεια μετά την οικονομική κρίση του 2008 και πλέον οι ανησυχίες εστιάζουν στο εάν αυτή είναι απλά το πρώτο κομμάτι ενός ντόμινο που μπορεί να εξαπλωθεί σε όλο τον κόσμο.

Γάμος υπό την απειλή όπλου

«Και αν η βαρετή, ασφαλής Ελβετία δεν μπορεί να σώσει τις τράπεζές της, τότε, λοιπόν, ποιος μπορεί να τις σώσει; Για να καταλάβετε τι συνέβη, σκεφτείτε έναν γάμο υπό την απειλή όπλου. Την Κυριακή, η πληγωμένη τράπεζα με έδρα τη Ζυρίχη αναγκάστηκε από τις ελβετικές αρχές να πάει στο κρεβάτι με την αιώνια αντίπαλό της, την UBS. Ήταν ιστορικό. Μια συμφωνία 3 δισ. ελβετικών φράγκων που – για λίγες ώρες τουλάχιστον – επέτρεψε σε όλους να πάρουν μια ανάσα. Ο στόχος ήταν η προστασία των επενδυτών και των καταθετών και η αναχαίτιση μιας πλήρους τραπεζικής κρίσης. Προσωρινά τουλάχιστον, αυτό επιτεύχθηκε. Αλλά ως συνήθως, ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες. Καθώς οι αγορές μάζεψαν το πτώμα της Credit Suisse, ο κώδωνας του κινδύνου άρχισε να χτυπά» λέει το Politico.

Τι έκαναν οι Ελβετοί

Ο τρόπος με τον οποίο οι Ελβετοί έκαναν τη διάσωση μπορεί να έκανε τα πράγματα χειρότερα, υποστηρίζει το δημοσίευμα.

«Από την προηγούμενη κρίση εδώ και πάνω από μια δεκαετία, οι ρυθμιστικές αρχές προσπάθησαν να αποτρέψουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που βρίσκονται σε κίνδυνο να «μολύνουν» το ένα το άλλο με τα προβλήματά τους, επιβάλλοντας ζημίες στους ομολογιούχους (και όχι στους καταθέτες και τελικά στον φορολογούμενο). Αλλά ακόμη και εκείνοι που κατείχαν τον πιο επικίνδυνο τύπο ομολόγων ήταν σίγουροι ότι δεν θα επηρεάζονταν μέχρι να πληρώσουν πρώτα οι μέτοχοι. Στην περίπτωση της Credit Suisse, οι ελβετικές ρυθμιστικές αρχές ανέτρεψαν αυτόν τον κανόνα, επιβαρύνοντας πρώτα τους κατόχους ομολόγων – και αυτό έχει προκαλέσει οικονομικό πανικό σε ολόκληρο το σύστημα».

«Κάποιοι που είχαν επαφή με τις ρυθμιστικές αρχές, προσπάθησαν να τους σταματήσουν για αυτόν ακριβώς το λόγο» αναφέρει μιλώντας στο Politico ένας ειδικός του ΔΝΤ σε θέματα τραπεζικής ρευστότητας.

Μόλυνση στο σύστημα

Όπως αναφέρει το δημοσίευμα, είναι το κλασικό παράδειγμα του πώς η μόλυνση μπορεί να εξαπλωθεί σε όλο το σύστημα.

«Εάν ξαφνικά οι επενδυτές πιστέψουν ότι τα ομόλογά τους είναι πιο επικίνδυνα από πριν, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε ξεπούλημα, πιέζοντας τις τιμές προς τα κάτω και υπονομεύοντας την εμπιστοσύνη σε ολόκληρο το σύστημα. Εάν η απροσδόκητη αυτή εξάλειψη αυτών των κατόχων ομολόγων οδηγήσει σε ευρεία ανατίμηση τους, τότε και οι τράπεζες θα μπορούσαν να δουν το κόστος της χρηματοδότησής τους να αυξάνεται σημαντικά, επιτείνοντας τα προβλήματά τους, αναφέρουν τραπεζικοί αναλυτές της JP Morgan», αναφέρει το Politico.

Παρεμβάσεις

Σε μια προσπάθεια να ηρεμήσουν τα πνεύματα μετά την ελβετική απόφαση, τρία ευρωπαϊκά εποπτικά όργανα – το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης, η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών και ο εποπτικός βραχίονας της ΕΚΤ- εξέδωσαν κοινή δήλωση για να καθησυχάσουν τους επενδυτές ότι σε περίπτωση κατάρρευσης τράπεζας στην ΕΕ, οι μέτοχοι θα επιβαρύνονταν πρώτοι. Αυτήν την κίνηση ακολούθησε και η Bank of England.

Ερωτήματα

«Αλλά η κατάρρευση της Credit Suisse εγείρει επίσης σοβαρά ερωτήματα σχετικά με το εάν το σύστημα ήταν τόσο σταθερό όσο πίστευαν αρχικά οι αρμόδιες τραπεζικές εποπτικές αρχές. Σύμφωνα με όλα τα στοιχεία, η τράπεζα ήταν καλά κεφαλαιοποιημένη και είχε πολλά περιουσιακά στοιχεία. Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι οι κανόνες που θεσπίστηκαν στον απόηχο της κρίσης του 2008 δεν είναι τόσο αυστηροί όσο πίστευε ο κόσμος.
Και αν συμβαίνει αυτό, τότε πραγματικά θα βρισκόμασταν μπροστά σε ένα μεγάλο πρόβλημα» αναφέρει το Politico, επισημαίνοντας ωστόσο ότι το παρήγορο είναι πως η περίπτωση της Credit Suisse είναι μοναδική.

Προβλήματα

Σύμφωνα με το Politico, τα προβλήματα της άρχισαν εδώ και πολύ καιρό και έχουν ελάχιστη ομοιότητα με τα προβλήματα της αμερικανικής τράπεζας Silicon Valley Bank (SVB), τα οποία εκδηλώθηκαν πριν από περίπου δύο εβδομάδες.

Οι ελβετικές αρχές επιβεβαίωσαν ότι η τράπεζα δεν ήταν εκτεθειμένη σε υψηλότερα επιτόκια όπως ήταν η SVB όταν αποφάσισαν να παρέχουν στήριξη ύψους 50 δις ελβετικών φράγκων.

Όταν αυτή η διαβεβαίωση απέτυχε να συγκρατήσει τον πανικό στην τιμή της μετοχής της τράπεζας, οι αγορές στράφηκαν στην ευρύτερη φήμη, κουλτούρα και κερδοφορία της τράπεζας.

Όπως αναφέρει το δημοσίευμα, τα πράγματα έγιναν ακόμα πιο δύσκολα, όταν η Saudi National Bank, ένας από τους πρόσφατους επενδυτές της Credit Suisse και η οποία εν μέρει ανήκει στο κρατικό επενδυτικό ταμείο της Σαουδικής Αραβίας, έκανε γνωστό πως δεν ήταν διατεθειμένη να ρίξει περισσότερα κεφάλαια και να διασώσει την τράπεζα.

Διαδοχικές παραιτήσεις CEO

Σύμφωνα με το Politico, οι δυσκολίες της Credit Suisse αρχίζουν από πολύ νωρίτερα.

Υπό την πίεση να καταστήσει την επενδυτική της τράπεζα κερδοφόρα, προσέλαβε τον Tidjane Thiam πρώην ασφαλιστικό στέλεχος ως διευθύνοντα σύμβουλο το 2015 με εντολή να αλλάξει τα πράγματα.

Ο Thiam άρχισε ένα εκτεταμένο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης, «κόβοντας» χιλιάδες θέσεις εργασίας, μειώνοντας το κόστος και περιορίζοντας το τμήμα επενδύσεων.

Αλλά η προσπάθεια του δυσκόλεψε, όταν το τμήμα επενδυτικής τραπεζικής πάλεψε να συμβαδίσει με τους ανταγωνιστές του και, ακόμη χειρότερα, ενεπλάκη σε μια σειρά ζημιογόνων σκανδάλων, συμπεριλαμβανομένης της ζημίας 5,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων που σχετίζεται με την κατάρρευση του hedge fund Archegos.

Ένα «κατασκοπευτικό σκάνδαλο», κατά το οποίο η τράπεζα παρακολουθούσε τους υπαλλήλους της, ανάγκασε τον Thiam να αποχωρήσει.

Το διοικητικό συμβούλιο της Credit Suisse στράφηκε στη συνέχεια στον Thomas Gottstein για να γίνει CEO.
Αυτός υποσχέθηκε να συνεχίσει τις προσπάθειες του Thiam για την αναδιάρθρωση, αλλά αναγνώρισε ότι πρέπει να γίνουν περισσότερα για να αντιμετωπιστούν τα βαθιά ριζωμένα προβλήματα.

Το 2021, συγκλονίστηκε από τη συμμετοχή της με την αποτυχημένη χρηματοοικονομική εταιρεία Greensill Capital.

Η τράπεζα αναγκάστηκε για άλλη μια φορά να προβεί σε μαζική απομείωση και ο Gottstein έπρεπε να παραιτηθεί.

Αντίστροφη μέτρηση

Το 2022 ένα νέο σχέδιο αποκαλύφθηκε από το νέο CEO, Ulrich Körner, το οποίο μεταξύ άλλων περιλάμβανε περισσότερες περικοπές στο τμήμα επενδυτικής τραπεζικής αλλά και μια πιο ανανεωμένη στρατηγική στη διαχείριση της περιουσίας και σε άλλες βασικές επιχειρήσεις.

Επιπλέον, η τράπεζα δεσμεύτηκε να αναλάβει δράση για να διαχειριστεί καλύτερα τα θέματα που αφορούσαν τη φήμη της και τις πρακτικές διαχείρισης κινδύνου σε μια προσπάθεια να αποτρέψει μελλοντικά σκάνδαλα.
Αλλά ο πόλεμος στην Ουκρανία, οι κυρώσεις στη Ρωσία είχαν ως αποτέλεσμα η τράπεζα να μην μπορέσει να εξυπηρετήσει τις ανάγκες διαχείρισης της περιουσίας ορισμένων από τους πλουσιότερους πελάτες της, αναφέρει το Politico.

Τα σχέδια για τη διάσπαση του επενδυτικού τμήματος του ομίλου υπό την Credit Suisse First Boston που δραστηριοποιείται στη Νέα Υόρκη δεν απέδωσαν, όταν έγινε σαφές ότι η τράπεζα θα δυσκολευόταν να βρει επενδυτή για να χρηματοδοτήσει τη λειτουργία της και πλέον, χωρίς να διαφαίνεται άλλη διέξοδος, η κατάρρευση ήταν απλά θέμα χρόνου.

googlenews

Ακολουθήστε το financialreport.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

close menu