Οικονομία

Π. Μυλωνάς: «Οι επενδύσεις θα πρέπει να αυξηθούν πάνω από 35 – 40 δισ. ευρώ ετησίως έως το 2030»

«Ο νέος ορισμός της βιώσιμης ανάπτυξης θα μιλάει φιλικό προς το περιβάλλον και κοινωνικά δίκαιο τρόπο», τόνισε στην ομιλία του για το συνέδριο του Economist ο Διευθύνων Σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας

Για το ρόλο που θα διαδραματίσουν οι τράπεζες στην προσπάθεια της Ελλάδας να πετύχει στον τομέα της βιώσιμης ανάπτυξης και τις προϋποθέσεις για τη χρηματοδότηση μιας τέτοιας ανάπτυξης, μίλησε ο Διευθύνων Σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας, Παύλος Μυλωνάς στο Συνέδριο του Economist.

Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, «η Ελλάδα θα πρέπει να προσελκύσει σημαντικές επενδύσεις, ωστόσο σύμφωνα με το νέο ορισμό της βιωσιμότητας τα ποσά αυτά θα είναι σαφώς μεγαλύτερα: Εκτιμούμε ότι οι συνολικές επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ θα πρέπει να αυξηθούν από το 14% που βρίσκονται σήμερα σε σχεδόν 18-20% έως το 2030».

Όπως τόνισε η εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας, το εργατικό δυναμικό υψηλής εξειδίκευσης, η ευρεία ατζέντα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, αλλά και τα σημαντικά κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, είναι ανάμεσα στις απαραίτητες προϋποθέσεις τις οποίες πληροί η χώρα για να επιτύχει τα πολύ υψηλά επίπεδα επενδύσεων. Επίσης, ειδική αναφορά έκανε στον μετασχηματισμό του ελληνικού τραπεζικού τομέα τον οποίο χαρακτήρισε «αξιοσημείωτο».

Η ομιλία του Π. Μυλωνά

Η πορεία της Ελλάδας προς τη βιώσιμη ανάπτυξη – Η οπτική των τραπεζών

Να ευχαριστήσω τον Daniel, την Joan, τον Alasdair και τη Νεκταρία από τον Economist που διοργάνωσαν για ακόμα μία φορά τη σημερινή –εμβληματική πλέον– εκδήλωση.

Ο κ. Gramegna και ο Υπουργός κ. Χατζηδάκης κάλυψαν ήδη στις ομιλίες τους πολλά θέματα σχετικά με τη βιώσιμη ανάπτυξη και τον τρόπο με τον οποίο θα την επιτύχει η Ελλάδα. Επιτρέψτε μου να περιγράψω, εν συντομία, τις προϋποθέσεις για τη χρηματοδότηση μιας τέτοιας ανάπτυξης και τον ρόλο που θα διαδραματίσουν οι τράπεζες στην προσπάθεια αυτή. Θα ξεκινήσω με μια απόπειρα υπολογισμού του ύψους των επενδύσεων που απαιτούνται για την επίτευξη της βιώσιμης ανάπτυξης. Και θα ήθελα να κάνω μια διάκριση μεταξύ αυτού που αποκαλώ «παλαιό ορισμό» της βιώσιμης ανάπτυξης και του νέου ορισμού της. Ο παλαιός/συμβατικός ορισμός της βιώσιμης ανάπτυξης για την Ελλάδα σημαίνει διατήρηση της αύξησης του ΑΕΠ κοντά στο 3% βραχυπρόθεσμα και περίπου στο 2%, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, παρά τις αντιξοότητες όπως αυτές που σχετίζονται με τη γήρανση του πληθυσμού. Ο νέος ορισμός της βιώσιμης ανάπτυξης αναφέρεται μεν στην επίτευξή του ρυθμού ανάπτυξης που μόλις ανάφερα, αλλά με φιλικό προς το περιβάλλον και κοινωνικά δίκαιο τρόπο. Πιο συγκεκριμένα, συμβάλλοντας παράλληλα στην πορεία προς το μηδενικό ισοζύγιο εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου χωρίς να διακυβεύεται η ανταγωνιστικότητα, η δημοσιονομική βιωσιμότητα και η κοινωνική συνοχή. Είναι σαφές ότι αυτό συνεπάγεται μεγαλύτερες προκλήσεις, αλλά προσφέρει και ευκαιρίες.

Και θα γίνω πιο συγκεκριμένος.

Όποιον από τους δύο ορισμούς της βιώσιμης ανάπτυξης και αν επιλέξουμε, η Ελλάδα θα πρέπει να προσελκύσει σημαντικές επενδύσεις, ωστόσο σύμφωνα με το νέο ορισμό της βιωσιμότητας τα ποσά αυτά θα είναι σαφώς μεγαλύτερα: Εκτιμούμε ότι οι συνολικές επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ θα πρέπει να αυξηθούν από το 14% που βρίσκονται σήμερα σε σχεδόν 18-20% έως το 2030. Αυτό σημαίνει σε απόλυτα νούμερα, αύξηση των επενδύσεων από €27 δισ. έως πάνω από €35-40 δισ. ετησίως, όπου το υψηλότερο άκρο του στόχου αντικατοπτρίζει τις πρόσθετες επενδύσεις που απαιτούνται για την πράσινη μετάβαση. Από αυτό το πολύ μεγάλο ποσό, περίπου το μισό θα προέλθει από ίδια κεφάλαια, ενώ πάνω από το 1/4 θα χρηματοδοτηθεί από τις τράπεζες (συμπεριλαμβανομένης της συγχρηματοδότησης μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας) και το άλλο 1/4 από άμεσες ξένες και δημόσιες επενδύσεις.

Πρόκειται για πολύ υψηλά επίπεδα επενδύσεων τα οποία μπορούν να επιτευχθούν μόνον εάν πληρούνται ορισμένες απαραίτητες προϋποθέσεις, και πιστεύω ακράδαντα ότι η Ελλάδα τις πληροί. Επιτρέψτε μου να τις αναφέρω συνοπτικά.

Η οικονομία πρέπει να είναι ανταγωνιστική – και η ανάπτυξη της Ελλάδας χαρακτηρίζεται από εξωστρέφεια, με τις εξαγωγές προϊόντων να υπερβαίνουν τις εξαγωγές υπηρεσιών παρά τους δύο βασικούς κλάδους που παραδοσιακά πρωταγωνιστούν στην οικονομία μας, τον τουρισμό και τη ναυτιλία. Τα κέρδη των επιχειρήσεων έχουν φτάσει σε προ-κρίσης υψηλά επίπεδα και οι άμεσες ξένες επενδύσεις καταρρίπτουν το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, αφού το 2022 ανήλθαν σε €7,5 δισ. Πράγματι, η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής αυξήθηκε περίπου κατά 6% την τελευταία διετία, αυξημένη εντυπωσιακά σε σχέση με το παρελθόν, όταν η συνολική παραγωγικότητα έφθινε.

Η Ελλάδα διαθέτει εργατικό δυναμικό υψηλής εξειδίκευσης, που προσανατολίζεται ολοένα και περισσότερο στην τεχνολογία, καθώς και μια δυναμική ελληνική  «Διασπορά»  με εξίσου υψηλή εξειδίκευση.

Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας είναι η πολιτική σταθερότητα. Η σύγκριση με τις περισσότερες άλλες προηγμένες οικονομίες οδηγεί σε αξιοσημείωτα συμπεράσματα.

Μια κυβέρνηση που έχει υιοθετήσει ευρεία ατζέντα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, μεταξύ άλλων τη μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος, τη μεταρρύθμιση της παιδείας και της υγείας και τον ψηφιακό μετασχηματισμό.

Επίσης, η Ελλάδα έχει οικοδομήσει δημοσιονομικά περιθώρια, με το εκτιμώμενο πρωτογενές πλεόνασμα στο 2% του ΑΕΠ  για το 2024, άνεση στην εξυπηρέτηση του χρέους για αρκετά χρόνια στο μέλλον (τουλάχιστον μέχρι το 2032), και ταχεία μείωση του δημόσιου χρέους, παρότι εξακολουθεί να είναι σε υψηλά επίπεδα.

Σημαντικά κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, τα οποία εκτιμώνται σε €36 δισ. συνολικά  – που αντιστοιχούν σε περίπου 17% του ΑΕΠ του 2022, συμπεριλαμβανομένου του προγράμματος Repower EU –  και τα οποία θα διατεθούν για τη χρηματοδότηση έργων που θα δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη, συμπεριλαμβανομένου ενός ισχυρού πράσινου πυλώνα.

Επιπλέον, η Ελλάδα διαθέτει ευνοϊκές κλιματολογικές συνθήκες (άνεμος και ήλιος) για την ανάπτυξη ΑΠΕ, οι οποίες ήδη παράγουν το 41% της ηλεκτρικής ενέργειας και το 20% της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας, ενώ βρίσκεται σε πλεονεκτική γεωγραφική θέση που της επιτρέπει να γίνει ενεργειακός κόμβος τόσο για τη μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας όπως το υγροποιημένο φυσικό αέριο, όσο και για τις ΑΠΕ που παράγονται σε χώρες της Ανατολικής Μεσογείου, όπως η Αίγυπτος. Η γεωπολιτική αβεβαιότητα ενδέχεται να καθυστερήσει τα μεγάλα ενεργειακά έργα στην περιοχή, αλλά δεν πρόκειται να εκτροχιάσει την εξέλιξή τους.

Το σχέδιο ενεργειακής μετάβασης της χώρας είναι άρτια καταρτισμένο, δίνοντας μεγάλη έμφαση σε βασικά εμπόδια, όπως η ανάπτυξη και η «ψηφιοποίηση» του δικτύου ηλεκτροδότησης, η βελτιωμένη ενεργειακή απόδοση των κατοικιών και άλλων κτιρίων, και η προώθηση της ηλεκτροκίνησης στον τομέα των μεταφορών.

Η τελευταία απαραίτητη προϋπόθεση στη λίστα είναι – όπως θα αναμενόταν άλλωστε – το  τραπεζικό σύστημα και η εύρυθμη λειτουργία του.

Ο μετασχηματισμός του ελληνικού τραπεζικού τομέα είναι αξιοσημείωτος, παράλληλα με την εξέλιξη των υπόλοιπων κλάδων της οικονομίας.

Τα Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια αποτελούν πλέον ένα πρόβλημα του παρελθόντος. Σήμερα ανέρχονται μόλις στο 5% και συνεχίζουν να μειώνονται, ενώ το 2023 δεν εμφανίστηκε κάποιο νέο κύμα παρά την αύξηση των επιτοκίων και του κόστους ζωής.

Η ρευστότητα κυμαίνεται σε πολύ υψηλά επίπεδα, με τον δείκτη δανείων προς καταθέσεις να διαμορφώνεται κάτω από το 60%.

Η κερδοφορία παραμένει ισχυρή και σε βιώσιμα επίπεδα με αποτέλεσμα ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης των τραπεζών.

Παρά την απομόχλευση και την τραπεζική αποδιαμεσολάβηση κατά τη διάρκεια της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, που οδήγησε το ποσοστό τραπεζικών δανείων προς το ΑΕΠ χαμηλότερα του 60%, η οικονομία εξακολουθεί να είναι τραπεζο-κεντρική, με τις περισσότερες επιχειρήσεις να είναι πολύ μικρές για να έχουν πρόσβαση σε χρηματοδότηση από την αγορά.

Οι τράπεζες διαθέτουν την εμπειρία ώστε να αναλάβουν σύνθετα έργα, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων του  Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, και να διοχετεύουν κεφάλαια σε επενδύσεις με την υψηλότερη απόδοση.

Με προτροπή της ΕΚΤ, οι τράπεζες ενσωματώνουν  κλιματικά  και περιβαλλοντικά κριτήρια στις διαδικασίες ανάληψης κινδύνων που εφαρμόζουν και ανακοινώνουν τη χρηματοδότηση στόχων μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου για την πελατειακή τους βάση.

Οι τράπεζες έχουν προφανές συμφέρον να συμβάλουν στη χρηματοδότηση της ενεργειακής μετάβασης, αναλαμβάνοντας μεγάλα έργα ΑΠΕ, αποθήκευσης και μεταφοράς ενέργειας, ηλεκτροκίνησης και χρήσης εναλλακτικών καυσίμων, ενεργειακής αναβάθμισης του αποθέματος εμπορικών και οικιστικών ακινήτων, καθώς και επενδύσεις στο οικοσύστημα μεταφορών (οδικές, θαλάσσιες και αεροπορικές μεταφορές).

Συμπερασματικά, μετά από πολλά χρόνια σκληρής δουλειάς, η συγκυρία φαίνεται ευνοϊκή για την ταχεία πορεία της Ελλάδας προς τη βιώσιμη ανάπτυξη.

Ωστόσο, η πρόκληση έγκειται στο ότι η Ελλάδα [αλλά και η ΕΕ] δεν μπορεί να το επιτύχει μόνη της. Οι άλλες ανεπτυγμένες και οι αναδυόμενες οικονομίες έχουν πολύ υψηλότερες εκπομπες και περιβαλλοντικό αντίκτυπο από την ΕΕ. Απέχουμε ακόμα πολύ από την επίτευξη μιας παγκόσμιας συντονισμένης προσπάθειας για τη βιώσιμη χρηματοδότηση.

Και είμαι λιγότερο αισιόδοξος ότι ο υπόλοιπος κόσμος πληροί τις απαραίτητες προϋποθέσεις που ικανοποιεί η Ελλάδα, και ότι θα κινητοποιηθεί με αρκετή αποφασιστικότητα ώστε να στηρίξει τις απαιτούμενες επενδύσεις.

googlenews

Ακολουθήστε το financialreport.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Επιχειρήσεις

close menu