Πρόσωπα

Ντένις Τσεν (Director Scope Ratings): Γιατί δεν αναβάθμισα την Ελλάδα…

H ανάπτυξη και η άνοδος του ΑΕΠ δεν αποτελούν από μόνα τους ικανή συνθήκη για την πιστοληπτική αναβάθμιση της αξιολόγησης της εγχώριας οικονομίας, υπογραμμίζει ο Ντένις Τσεν (Dennis Shen), Director της Scope Ratings και υπεύθυνος για την πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδας και εξηγεί γιατί διατήρησε η Scope Ratings αμετάβλητο το rating της Ελλάδας.

«Όπως δείχνει η εκτίμησή μας για τη μακροπρόθεσμη δυναμική ανάπτυξης της Ελλάδας, η κυβέρνηση δεν μπορεί να βασιστεί μόνο στην ανάπτυξη για να μειώσει βιώσιμα το αυξημένο απόθεμα δημόσιου χρέους. Αυτό αντιπροσωπεύει μια συνεχιζόμενη ενδεχόμενη ευπάθεια για την ελληνική οικονομία, καθώς οι αγορές επανεκτιμούν τους κινδύνους βιωσιμότητας του χρέους, εν μέσω της αναζωπύρωσης του πληθωρισμού και της εξομάλυνσης της νομισματικής πολιτικής.

Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ της Ελλάδας είναι, ωστόσο, πιθανό να μειωθεί καθώς η οικονομία ανακάμπτει, για να αυξηθεί και πάλι μόλις υπάρξει νέα κρίση ή οικονομική ύφεση. Εκτιμούμε ότι το χρέος θα διαμορφωθεί περίπου στο 180% του ΑΕΠ έως το 2026, από 192,2% στο τέλος του 2022 και 198,7% στο τέλος του 2021, σε ένα σενάριο χωρίς σοβαρή διακοπή της οικονομικής ανάκαμψης.

Εξίσου σημαντικές είναι οι βελτιώσεις στο προφίλ του ελληνικού χρέους. Εάν το συνολικό απόθεμα χρέους συγκρατηθεί – υποστηριζόμενο από την άνοδο του πληθωρισμού – ώστε να μην αναστατωθούν οι κεφαλαιαγορές, και συνεχίσουν να υπάρχουν βελτιώσεις στην υποκείμενη σύνθεση του χρέους, συμπεριλαμβανομένης, για παράδειγμα, της πρόωρης αποπληρωμής των δανείων του ΔΝΤ και το πρόγραμμα δανειακής υποστήριξης της Ελλάδας (Greek Loan Facility loans) με υψηλότερο επιτόκιο, αυτό μειώνει τις ανησυχίες σχετικά με τη βιωσιμότητα του χρέους.

Η δομή του δημόσιου χρέους της Ελλάδας επίσης έχει βελτιωθεί. Πάνω από το 85% κατέχεται από τον επίσημο τομέα, αφού ληφθούν υπόψη τα ομόλογα που κατέχονται προσωρινά από το Ευρωσύστημα. Το ελληνικό χρέος έχει μακρά μέση σταθμισμένη διάρκεια 20 ετών έναντι μέσου όρου 8,2 ετών στην ΕΕ και χαμηλό μέσο σταθμισμένο κόστος επιτοκίου περίπου 1,4% για το 2021.

Οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων και κρατικού χρέους έχουν αυξηθεί, αλλά παραμένουν μέτριες με βάση τα ιστορικά δεδομένα. Περίπου το 99% του ελληνικού χρέους είναι σταθερού επιτοκίου, περιορίζοντας τον κίνδυνο από τις μεταβολές των επιτοκίων της αγοράς. Η απόσβεση του χρέους κατανέμεται ομοιόμορφα μεσοπρόθεσμα, υποστηρίζοντας μέτριες ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου, περίπου 10% του ΑΕΠ ετησίως κατά την περίοδο 2022-26. Ένα ταμειακό μαξιλάρι ύψους 32 δισ. ευρώ στο τέλος του 2021 είναι μια άλλη πηγή ισχύος για την οικονομία.

Άλλα πιστωτικά πλεονεκτήματα είναι το σερί πρωτογενών πλεονασμάτων του προϋπολογισμού της Ελλάδας πριν από την κρίση και η ώθηση στη μελλοντική οικονομική ανάπτυξη από την εκταμίευση και την επένδυση της χρηματοδότησης της ΕΕ για την ανάκαμψη φέτος. Φυσικά, η Ελλάδα αντιμετωπίζει σημαντικές οικονομικές προκλήσεις, από την επιτάχυνση των οικονομικών μεταρρυθμίσεων και τη διατήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, ιδίως μετά την ολοκλήρωση της ενισχυμένης εποπτείας μετά το πρόγραμμα αργότερα μέσα στο έτος, καθώς και μετά τις εκλογές του 2023 έως την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, την αύξηση της απασχόλησης και την ενίσχυση της πρόσβασης των τοπικών επιχειρήσεων σε φθηνή χρηματοδότηση μέσω της περαιτέρω εξυγίανσης των τραπεζικών ισολογισμών. Αυτοί οι κίνδυνοι αντικατοπτρίζονται στην αξιολόγηση μας για τη χώρα που την τοποθετεί στη θέση ΒΒ+/σταθερή».

 

googlenews

Ακολουθήστε το financialreport.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

close menu