Οικονομία

Moody’s: Δεν έδωσε επενδυτική βαθμίδα, αναβάθμισε τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας

Η Moody's παραμένει ο μοναδικός οίκος αξιολόγησης που δεν έχει δώσει την επενδυτική βαθμίδα στην ελληνική οικονομία

Ο οίκος αξιολόγησης Moody’s δεν έδωσε την επενδυτική βαθμίδα στην ελληνική οικονομία, δηλαδή δεν αναβάθμισε το αξιόχρεο και διατήρησε την αξιολόγηση στο Βa1, αλλά αναβάθμισε τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας σε θετικές από σταθερές. Η Moody’s παραμένει ο μοναδικός οίκος αξιολόγησης που δεν έχει δώσει την επενδυτική βαθμίδα στην ελληνική οικονομία.

Οπως αναφέρει στην έκθεσή που ο οίκος δημοσιοποίησε το βράδυ της Παρασκευής 13 Σεπτεμβρίου 21024, η αλλαγή των προοπτικών αντανακλά την αυξημένη πιθανότητα διατηρήσιμης ισχύος του τραπεζικού τομέα, μειώνοντας τα ρίσκα για την κυβέρνηση. Επιπροσθέτως, η πιθανότητα υπέρβασης των προσδοκιών από την Ελλάδα σε όρους οικονομικής και δημοσιονομικής απόδοσης είναι ενδεχόμενο και μπορεί να ξεπεράσει τις τρέχουσες εκτιμήσεις.

Θυμίζουμε πως αρχικά δύο άλλοι οίκοι αξιολόγησης η DBRS και η Scope ήταν από τους πρώτους που έδωσαν στη χώρα την επενδυτική βαθμίδα πέρυσι στις αρχές Σεπτεμβρίου, για να ακολουθήσουν στη συνέχεια S&P και Fitch. Η αξιολόγηση της Moody’s παραμένει μια βαθμίδα κάτω από την επενδυτική μετά από διπλή αναβάθμιση πέρυσι το Σεπτέμβριο. Το ελληνικό αξιόχρεο βαθμολογείται ήδη με θετικές προοπτικές -ήτοι με ανοιχτό το ενδεχόμενο νέας αναβάθμισης εντός 12 μηνών- από DBRS, S&P και Scope.

Επόμενες αξιολογήσεις έχουν προγραμματιστεί ως εξής: Standard and Poor’s στις 18 Οκτωβρίου και τη Fitch στις 22 Νοεμβρίου.

Η αξιολόγηση και το outlook

Η διατήρηση και επιβεβαίωση της αξιολόγησης Ba1 αντανακλά τις σημαντικές βελτιώσεις τα τελευταία χρόνια στην υλοποίηση δομικών μεταρρυθμίσεων και δημοσιονομικής σύγκλισης, έναντι των συνεχιζόμενων προκλήσεων σε τομείς όπως η αποδοτικότητα στην απονομή δικαιοσύνης, η μείωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών και το πολύ υψηλό χρέος.

Ο οίκος επισημαίνει ότι βλέπει αυξημένη πιθανότητα διατηρήσιμης ενίσχυσης του τραπεζικού κλάδου, κάτι που μειώνει τα ρίσκα για την κυβέρνηση. Η υγεία του τραπεζικού συστήματος έχει ήδη βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια και πλέον, οι ελληνικές τράπεζες είναι κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε πολλούς δείκτες οικονομικής ισχύος.

Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής (EBA) για το πρώτο τρίμηνο του 2024, οι δείκτες κεφαλαιοποίησης είναι κοντά στο μέσο όρο της ΕΕ, με τους δείκτες CET1 των ελληνικών τραπεζών στο 15,5% έναντι 16% στην ΕΕ. Η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών είναι ισχυρότερη και εμφανίζουν τον χαμηλότερο λόγο κόστους – εσόδων στην Ευρωπαϊκή Ενωση.

Ενώ τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια παραμένουν πάνω από τον μέσο όρο, οι προοπτικές περαιτέρω μείωσης κοντά στον μέσο όρο του 1,9% σε επίπεδο ΕΕ τα επόμενα 1-2 χρόνια είναι καλές. Η προοπτική περαιτέρω μείωσης των δεικτών NPL θα ενισχυθεί από την επέκταση του συστήματος εγγυήσεων Ηρακλής κατά 1 δισ. ευρώ. Tα σημάδια βελτίωσης του τραπεζικού κλάδου είναι ορατά και από την πώληση του μεριδίου της Πειραιώς το Μάρτιο και τη σχεδιαζόμενη πώληση μεριδίου της Εθνικής από το ΤΧΣ.

Η βελτιωμένη ισχύς των τραπεζών, εάν διατηρηθεί, θα τους παρέχει καλύτερη θέση ώστε να αντιμετωπίσουν πιθανά μελλοντικά σοκ χωρίς να αυξήσουν τα ρίσκα για το ελληνικό δημόσιο.

Ελλειμμα και χρέος

Η ελληνική κυβέρνηση έχει εμφανίσει ισχυρή δέσμευση στη δημοσιονομική πειθαρχία και έχει υλοποιήσει σειρά μεταρρυθμίσεων που έχουν ενισχύσει τη βάση εσόδων τα τελευταία χρόνια, κάτι που ενδέχεται να οδηγήσει σε υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα και σε ταχύτερη μείωση του χρέους.

Ο οίκος προβλέπει δημοσιονομικά ελλείμματα περίπου 1% του ΑΕΠ για τη γενική κυβέρνηση από το 2024 ως το 2026, καταγράφοντας περαιτέρω βελτίωση από το έλλειμμα 1,6% το 2023. Επιπλέον, αναμένει πρωτογενή πλεονάσματα 2,2% του ΑΕΠ την περίοδο 2024-6, ξεπερνώντας τους στόχους στο ελληνικό πρόγραμμα σταθερότητας. Παράλληλα, προβλέπει ότι το χρέος θα μειωθεί κάτω από το 150% του ΑΕΠ ως το 2025 και σε επίπεδα χαμηλότερα του 140% του ΑΕΠ ως το 2027.

Δεδομένου του ιστορικού υπεραπόδοσης της ελληνικής κυβέρνησης και της πιθανότητας αυξημένων εσόδων από τις μεταρρυθμίσεις, η Moody’s βλέπει ανοδικό ρίσκο στη δημοσιονομική απόδοση της χώρας. Τα υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα, πιθανόν σε συνδυασμό με ισχυρότερη αύξηση του πραγματικού και ονομαστικού ΑΕΠ, θα στήριζαν μια ταχύτερη μείωση του χρέους, αν και από πολύ υψηλά επίπεδα.

Οι μεταρρυθμίσεις

Οι αξιολογήσεις Ba1 της Ελλάδας υποστηρίζονται από ένα σταθερό ιστορικό μεταρρυθμίσεων, το οποίο οδήγησε σε ορατές βελτιώσεις στους θεσμούς και τη διακυβέρνηση, σε ισχυρότερες επενδύσεις και σε έναν πιο υγιή τραπεζικό τομέα. Επιπλέον, η κυβέρνηση είναι σθεναρά προσηλωμένη στη δημοσιονομική σύνεση.

Η μέτρια οικονομική ισχύς αντικατοπτρίζει υψηλότερα επίπεδα πλούτου από χώρες με παρόμοιες αξιολογήσεις και ισχυρές προοπτικές ανάπτυξης τα επόμενα τρία έως πέντε χρόνια, καθώς σημαντικά κεφάλαια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδιωτικές επενδύσεις θα στηρίξουν την ανάπτυξη.

Για παράδειγμα, στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης η Ελλάδα έχει πρόσβαση σε 36 δισεκατομμύρια ευρώ (περίπου 16,3% του ΑΕΠ το 2023) σε επιχορηγήσεις και δάνεια, από τα οποία σχεδόν τα μισά έχουν λάβει μέχρι στιγμής έγκριση εκταμίευσης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ενώ περίπου 6 δισ. ευρώ έχουν εκταμιευθεί σε επιχειρήσεις και για έργα.

Αυτά τα πλεονεκτήματα εξισορροπούνται από το μέτριο οικονομικό μέγεθος της Ελλάδας και από ένα οικονομικό μοντέλο που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην κατανάλωση και τις υπηρεσίες. Η Ελλάδα έχει δυνατότητες διαφοροποίησης και ανάπτυξης του μεταποιητικού τομέα και των εξαγωγών υψηλότερης τεχνολογίας, αλλά η πρόοδος θα πάρει χρόνο και αναμένουμε συγκριτικά μεγάλα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της τάξης του 4-5% του ΑΕΠ για τα επόμενα πέντε χρόνια, καθώς η ανάκαμψη των επενδύσεων θα οδηγήσει σε ισχυρή αύξηση των εισαγωγών για κεφαλαιουχικά και ενδιάμεσα αγαθά και το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών θα βελτιωθεί μόνο σταδιακά.

Μακροπρόθεσμες προκλήσεις για τη δυνητική ανάπτυξη προκύπτουν από δυσμενή δημογραφικά στοιχεία, τα οποία θα αντισταθμιστούν μόνο εν μέρει από τον αναμενόμενο θετικό αντίκτυπο από τις επενδύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης και τις μεταρρυθμίσεις στην αύξηση της παραγωγικότητας.

Παρά την προσδοκία μας για περαιτέρω σημαντική μείωση του χρέους της Ελλάδας, το χρέος προς το ΑΕΠ θα παραμείνει πάνω από το 120% μέχρι τη δεκαετία του 2030, ένα υψηλό επίπεδο σε σύγκριση με τα κρατικά χρέη παγκοσμίως. Η δομή χρέους που χαρακτηρίζεται από μακροπρόθεσμη μέση διάρκεια έως τη λήξη περίπου 20 ετών και χαμηλά επιτόκια υποστηρίζουν έντονα τις μετρήσεις βιωσιμότητας του χρέους. Το μεγάλο ταμειακό απόθεμα περίπου 35 δισεκατομμυρίων ευρώ (15% του ΑΕΠ) είναι επίσης σημαντικός παράγοντας μετριασμού του κινδύνου.

Τι οδηγεί σε αναβάθμιση και τι σε υποβάθμιση

Καλύτερη αξιολόγηση θα μπορούσε να προκύψει υπό ένα σενάριο συνεχιζόμενων βελτιώσεων στους δείκτες χρηματοοικονομικής ευρωστίας του τραπεζικού συστήματος, συνοδευόμενο από ενδείξεις για ταχύτερη εξάλειψη των NPEs από τους servicers από ό,τι υποθέτουμε επί του παρόντος.

Η συνεχιζόμενη υπεραπόδοση των δημοσιονομικών στόχων σε σύγκριση με τις προσδοκίες μας που οδηγούν σε ταχύτερη μείωση του δημόσιου χρέους από ό,τι αναμενόταν σήμερα, θα υποστήριζε επίσης μια θετική δράση αξιολόγησης. Αναγνωρίζουμε ότι σημαντικές βελτιώσεις σε τομείς όπως η ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του δικαστικού συστήματος ή η διαφοροποίηση της οικονομίας είναι απίθανες κατά την υπό εξέταση περίοδο, ωστόσο, τα σημάδια επιτάχυνσης της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων θα ήταν θετικά πιστωτικά.

Οι θετικές προοπτικές σηματοδοτούν ότι οι αξιολογήσεις είναι απίθανο να υποβαθμιστούν βραχυπρόθεσμα. Τούτου λεχθέντος, θα μπορούσαν να προκύψουν «πτωτικές πιέσεις» εάν η πορεία πολιτικής που παρατηρήθηκε τα τελευταία χρόνια αντιστρέφονταν ή εάν υπήρχαν ενδείξεις ότι οι προηγούμενες μεταρρυθμίσεις δεν δίνουν την ώθηση στην ανάπτυξη και στους δημοσιονομικούς λογαριασμούς που αναμένεται επί του παρόντος.

Ειδικότερα, ενδείξεις διαρκούς, ουσιώδους επιδείνωσης της δημοσιονομικής θέσης του κράτους, σε συνδυασμό πιθανώς με απότομη επιδείνωση της υγείας του τραπεζικού τομέα, θα προκαλούσαν αρνητική ενέργεια αξιολόγησης.

Μια κλιμάκωση της γεωπολιτικής κατάστασης στην Ευρώπη με τη συμμετοχή του ΝΑΤΟ, αν και δεν είναι το βασικό σενάριο του οίκου, θα οδηγούσε επίσης σε καθοδική πίεση στην αξιολόγηση, καταλήγει.

googlenews

Ακολουθήστε το financialreport.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

close menu