Public Eye

Με το βρωμιάρη το λιγνίτη…

Μπορούν οι λιγνιτικές μονάδες, αυτές που απέμειναν και δεν «σκοτώσαμε», να «σώσουν την παρτίδα», με μεγαλύτερη συμμετοχή στο ενεργειακό μείγμα και συνεχή λειτουργία, σε μια προσπάθεια να μειωθεί η εξάρτηση μας από το φυσικό αέριο και δη το ρωσικό; Όχι!

Αυτό πια είναι ανέφικτο. Γιατί και η παραγωγή των ορυχείων, ακόμη κι αν αυξηθεί, δεν επαρκεί. Συνεπώς, θα εξακολουθήσουν να έχουν συμπληρωματικό ρόλο, όπως και σήμερα. Με ότι αυτό συνεπάγεται για την ενεργειακή επάρκεια και ασφάλεια της χώρας, στην περίπτωση της διακοπής του ρωσικού φυσικού αερίου, και με την «εξάρτηση» των τιμών από το καρτέλ του χρηματιστηρίου ενέργειας.

Μπήκαμε ανοχύρωτοι στον δρόμο της πράσινης μετάβασης, χωρίς προγραμματισμό, χωρίς προετοιμασία, χωρίς εκτίμηση της κατάστασης, χωρίς πρόβλεψη, χωρίς υπόβαθρο και στρατηγικό πολιτικό σχεδιασμό. 

Πρώτοι από όλους στην Ευρωπαϊκή Ένωση σηκώσαμε τη σημαία της απολιγνιτοποίησης, ως «πράσινες πασιονάριες» για να αντικαταστήσουμε το βρώμικο λιγνίτη με το 100% εισαγόμενο φυσικό αέριο. Το βάρος έπεσε στις ΑΠΕ, αλλά δεν φροντίσαμε στα τρία τελευταία χρόνια να προωθήσουμε συστήματα αποθήκευσης. Για να μη μιλήσουμε για τον εκσυγχρονισμό της αδειοδότησης και τη χωροθέτηση τους, που ακόμη εκκρεμούν και βουλιάζουν στην κρατική ανικανότητα και γραφειοκρατία. Δεν ενθαρρύναμε μικρότερα έργα ΑΠΕ από νοικοκυριά και επιχειρήσεις, για τη μείωση του ενεργειακού κόστους, μέσω του net metering. Περιθωριοποιήσαμε τις ενεργειακές κοινότητες και «λοξοκοιτάζαμε» μόνο τους μεγάλους (και κατασκευαστικούς) ομίλους, πότε θα… ευαρεστηθούν και κρίνουν αρκετά τα μελλοντικά τους κέρδη από τον πακτωλό των «εύκολων» δανείων και επιχορηγήσεων του Ταμείου Ανάκαμψης.

Καθυστερούμε εδώ και πάνω από μία δεκαετία την υλοποίηση της επένδυσης της υπόγειας αποθήκης φυσικού αερίου, στη Νότια Καβάλα, κατέχοντας το θλιβερό ρεκόρ, να είμαστε η μοναδική χώρα στην Ε.Ε.(μαζί με τη Γερμανία ίσως, λόγω Nord Stream 2) χωρίς συστήματα αποθήκευσης αερίου.

Δείξαμε ατολμία στην αξιοποίηση των υδρογονανθράκων. Θεωρήσαμε ότι ο τομέας του upstream δεν συνάδει με την πράσινη μετάβαση και τον…ξεχάσαμε, μαζί με το φόβο του… γείτονα.

Δεν προωθήσαμε εκτεταμένα προγράμματα ενεργειακής εξοικονόμησης και αποδοτικότητας, για τη διαχείριση της ζήτησης ενέργειας και την συνακόλουθη μείωση της.

Πρόσφατα στοιχεία της Moody’s αναφέρουν ότι η Ελλάδα εισάγει το 82% της ενέργειας που καταναλώνει, ενώ σύμφωνα με την Eurostat, φέρνει από τη Ρωσία περίπου το 40% του φυσικού αερίου που χρησιμοποιεί.

Από την πανδημία, το 2020, και την αρχική εντυπωσιακή μείωση της ζήτησης ενεργειακών προϊόντων που έφεραν τα lockdown, όλος ο κόσμος έμπαινε στο 2021 με την σιγουριά της φτηνής κατανάλωσης ενέργειας και καυσίμων. Η εικόνα φαινόταν να αλλάζει, το φυσικό αέριο χαρακτηρίσθηκε από την Ε.Ε. «μεταβατικό καύσιμο» προς την πράσινη οικονομία και οι «θεσμικοί» κερδοσκόποι βρήκαν πρόσφορο έδαφος. Οι τιμές των ρύπων άρχισαν να παίρνουν την ανιούσα μαζί με το φυσικό αέριο, αφού ο άνθρακας και οι λιγνίτες είχαν καταδικαστεί στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Από το καλοκαίρι και μετά οι τιμές του φυσικού αερίου άρχισαν να καλπάζουν και η ενεργειακή κρίση έγινε καθημερινή πραγματικότητα.

Η Ελλάδα είχε ξεκινήσει ήδη να κλείνει λιγνιτικά εργοστάσια από τις αρχές του 2021, πυρηνικά δεν διαθέτει, οι ΑΠΕ είναι διαθέσιμες όταν έχει ήλιο και αέρα, αποθήκες για να αντιπαλέψει τη διακύμανση των τιμών δεν υπάρχουν, επομένως, το ακριβό εισαγόμενο φυσικό αέριο κυριαρχούσε σταθερά στο ενεργειακό μείγμα της. Τα αποτελέσματα αρχίσαμε να τα βλέπουμε από τον Ιούνιο του προηγούμενου έτους, με τη χονδρική τιμή του ρεύματος να κινείται ανεξέλεγκτα. Οκτώβριος, Νοέμβριος και Δεκέμβριος ήταν οι μήνες με το pick της χονδρεμπορικής τιμής.

Και ενώ από τον Ιανουάριο του 2022 διεθνείς, αλλά και εγχώριες εκτιμήσεις, μιλούσαν για αποκλιμάκωση των τιμών του φυσικού αερίου από το καλοκαίρι, (2 ευρώ πάνω στον λογαριασμό ρεύματος έλεγε ο κ. Σκρέκας) ήρθε η ουκρανική κρίση ένα μήνα μετά και έδωσε τη χαριστική βολή.

Η Ε.Ε. για άλλη μία φορά αποδείχθηκε ελλειμματική και πολιτικά «νάνος» στη στρατηγική της. Πρώτα ήταν η απόφαση της να θεωρήσει το φυσικό αέριο μεταβατικό καύσιμο και τώρα ευαγγελίζεται την ταχεία απεξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο. Το γεγονός ότι υπάρχουν κράτη-μέλη με υψηλή εξάρτηση από αυτό, που φθάνει ως το 85%, φαίνεται μάλλον να μην την απασχολεί σοβαρά. Χθες, Τετάρτη, η Επίτροπος Ενέργειας, Κάντρι Σίμσον, από το βήμα του οικονομικού φόρουμ των Δελφών, επέμεινε ότι μέσα στο 2022 μπορεί να αντικατασταθεί η προμήθεια ρωσικού φυσικού αερίου στο 30%.

Σε αυτό το σκηνικό η Ελλάδα αναγκάζεται να κάνει στροφή 180 μοιρών. Ανακαλύπτει εκ νέου τη χρησιμότητα των λιγνιτικών μονάδων και την αξία της έρευνας και παραγωγής υδρογονανθράκων. Χθες, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης από την Κοζάνη, στα εγκαίνια του φωτοβολταϊκού πάρκου της ΕΛ.ΠΕ., ανακοίνωσε ότι θα αυξηθεί στα επόμενα δυο χρόνια κατά 50% η παραγωγή λιγνίτη «ώστε να μειώσουμε την εξάρτηση μας από το φυσικό αέριο» και μετέθεσε για το 2028 τη μετατροπή της νέας λιγνιτικής μονάδας, Πτολεμαΐδα V, σε φυσικού αερίου. Δεν είπε κουβέντα όμως για την τύχη των υφισταμένων λιγνιτικών μονάδων, με το σταδιακό κλείσιμο τους να προγραμματίζεται από τη  ΔΕΗ από το 2023.

Την επόμενη εβδομάδα, εξάλλου, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα προβεί σε ανακοινώσεις και για την επιτάχυνση της έρευνας υδρογονανθράκων, ενώ προωθούνται με ταχείς διαδικασίες και νέες υποδομές για υποδοχή, αποθήκευση και επαναεριοποίηση LNG στην επικράτεια.

Η κυβερνητική ενεργειακή πολιτική από περιχαρής και αλαζονικά «πράσινη», στρέφεται μέσα σε ένα μήνα σκυθρωπή και επαίτης στο «βρώμικο» λιγνίτη και στην αξία των εγχώριων πόρων. Κι αυτό όχι μόνο λόγω της ουκρανικής κρίσης, αλλά και της αδυναμίας της να σχεδιάσει στο ενδιάμεσο διάστημα μια ρεαλιστική και μακροπρόθεσμη ενεργειακή στρατηγική.

Τουλάχιστον έδωσε απανωτές παρατάσεις και προλάβαμε τις… «φθηνές μεταβιβάσεις» ακινήτων!

 

googlenews

Ακολουθήστε το financialreport.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

close menu