Οικονομία

Κομισιόν: Σε μεγάλο κίνδυνο τα δημοσιονομικά της Ελλάδας

Σε μεγάλο κίνδυνο βρίσκεται δημοσιονομική προσαρμογή της Ελλάδας, σύμφωνα με την έκθεση της Κομισιόν, η οποία δημοσιοποιήθηκε σήμερα 5 Ιουνίου 2019 και προειδοποίησε ότι ενδεχομένως δεν θα επιτευχθούν οι στόχοι του 2019.
Υιοθετώντας «σκληρή γλώσσα», η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προειδοποιεί για την αργή εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, ενώ ξεκαθαρίζει ότι οι πρόσφατες “προεκλογικές” παροχές Τσίπρα έγιναν χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των Θεσμών, ενώ υπερβαίνουν σε κόστος το 1% του ΑΕΠ το 2019 και τα επόμενα έτη.
Όπως επισημαίνει, οι προβλέψεις για το πρόγραμμα σταθερότητας την άνοιξη του 2019 δεν περιλαμβάνουν τα νέα μόνιμα μέτρα που ανακοινώθηκαν από τον Αλέξη Τσίπρα και εγκρίθηκαν λίγο μετά την αντίστοιχη ημερομηνία.
Η Επιτροπή εκτιμά ότι οι δημοσιονομικές επιπτώσεις αυτών των μέτρων θα υπερβούν το 1,0% του ΑΕΠ το 2019 και τα επόμενα έτη.
Εκτιμάται επίσης ότι η έγκριση αυτών των νέων μέτρων θέτει σε κίνδυνο τον συμφωνηθέντα στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος, όπως παρακολουθείται στο πλαίσιο ενισχυμένης εποπτείας.
Επιπλέον, τα νέα μέτρα αναμένεται να μειώσουν το διαρθρωτικό ισοζύγιο, προκαλώντας ανησυχίες για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου το 2020.
Ωστόσο, θα πραγματοποιηθεί νέα αξιολόγηση το φθινόπωρο του 2019 και θα περιλαμβάνει αναθεώρηση του ισχύοντος δείκτη αναφοράς για την αύξηση των καθαρών δαπανών το 2020.
Αν και το χρέος της γενικής κυβέρνησης προβλέπεται να παραμείνει σε πτωτική τροχιά, ορισμένοι κίνδυνοι θα μπορούσαν να τεθούν για τη συμμόρφωση με το δείκτη αναφοράς για τη μείωση του χρέους.
Αυτό θα πρέπει να επανεξεταστεί το φθινόπωρο ως αποτέλεσμα αυτών των νέων μέτρων.
Η Ελλάδα δεσμεύτηκε στο Eurogroup της 22ας Ιουνίου 2018, να συνεχίσει όλες τις βασικές μεταρρυθμίσεις που εγκρίθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος έως ότου ολοκληρωθούν πλήρως.

Επίσης, όπως διαπιστώνει η Κομισιόν, η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων «έχει επιβραδυνθεί τους τελευταίους μήνες» και ότι ορισμένα μέτρα που έχουν εφαρμοστεί δεν είναι «συνεπή» και δεν διασφαλίζουν τις δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί έναντι των Ευρωπαίων εταίρων, ενώ ενέχουν «κινδύνους» για την επίτευξη των συμφωνηθέντων δημοσιονομικών στόχων.
Η Κομισιόν στέκεται ιδιαίτερα στις μεταρρυθμίσεις που βελτιώνουν το επιχειρηματικό περιβάλλον και την ποιότητα των θεσμών, ιδίως την αποτελεσματικότητα του δικαστικού συστήματος.
Επίσης, αναφέρει ότι η Ελλάδα θα πρέπει να ενισχύσει την οικονομική ανθεκτικότητα στην Ελλάδα και να βελτιώσουν την πειθαρχία των πληρωμών, καθώς θα έχει σημαντικό αντίκτυπο στις επενδυτικές αποφάσεις και στην προσέλκυση κεφαλαίων.
Αρκετά χρόνια υποεπενδύσεων οδήγησαν σε μεγάλες ελλείψεις στις επενδύσεις στην Ελλάδα.
Η αύξηση των επενδύσεων που ενισχύουν την ανάπτυξη θα συμβάλει στη στήριξη της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης και στη μείωση των περιφερειακών ανισοτήτων.

Αναποτελεσματικό το δικαστικό σύστημα της Ελλάδας – Να διευκολύνει το τραπεζικό σύστημα

Παρά τις πρόσφατες βελτιώσεις, το ελληνικό δικαστικό σύστημα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις και εμφανίζει αναποτελεσματικότητα, σύμφωνα με την Κομισιόν, καθώς ο χρόνος για την λήψη αποφάσεων είναι συχνά υπερβολικά μεγάλος και οι καθυστερήσεις βαρύνουν την παραγωγικότητα των δικαστηρίων.
Η περαιτέρω στοχοθετημένη δράση σε αυτόν τον τομέα είναι επομένως κρίσιμη, για να διευκολυνθεί η ομαλή λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, καθώς και να συμβάλει στην απελευθέρωση του επενδυτικού δυναμικού.

Να συνδεθεί η εκπαίδευση με την αγορά εργασίας

Οι υψηλότερες επενδύσεις στην εκπαίδευση και την κατάρτιση είναι ζωτικής σημασίας για τη βελτίωση της παραγωγικότητας και της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης χωρίς αποκλεισμούς και την αντιμετώπιση των εμποδίων στην ανάπτυξη καινοτόμων τομέων.
Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα αντιμετωπίζει διάφορες προκλήσεις με ανεπαρκείς πόρους, χαμηλή αυτονομία, χαμηλή επίδοση στις βασικές (συμπεριλαμβανομένων των ψηφιακών) δεξιότητες και τις συνεχιζόμενες αναντιστοιχίες δεξιοτήτων.
Σε όλα τα επίπεδα, ο έλεγχος και η παρακολούθηση, που είναι απαραίτητα για τη βελτίωση της ποιότητας του εκπαιδευτικού συστήματος, λείπουν σε μεγάλο βαθμό.
Η προώθηση της ποιότητας και της συμμετοχικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, η εδραίωση στενότερων δεσμών μεταξύ της εκπαίδευσης και των αναγκών της αγοράς εργασίας, η βελτίωση της ελκυστικότητας της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης και η αύξηση της συμμετοχής στη δια βίου μάθηση είναι σημαντικές για τη στήριξη της βιώσιμης ανάπτυξης.

Ανεργία – Ανισότητες

Το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων, που αντιπροσώπευαν το 70% των ανέργων στην Ελλάδα το 2018, είναι πολύ υψηλό, ενώ ανησυχητική είναι και η υψηλή ανεργία των νέων και η χαμηλή συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας.
Οι παρεμβάσεις πρέπει να επικεντρωθούν στη βελτίωση των προοπτικών απασχόλησης, στην προώθηση της συμμετοχής στην αγορά εργασίας και στην προώθηση των συνθηκών για τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης.
Ο αποτελεσματικός κοινωνικός διάλογος και η υπεύθυνη κοινωνική εταιρική σχέση στην Ελλάδα μπορούν να στηρίξουν το περιβάλλον για την εφαρμογή και τη δέσμευση για βιώσιμες μεταρρυθμίσεις, με αποτέλεσμα την καλύτερη λειτουργία της αγοράς εργασίας.
Η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από ανισότητες υψηλού εισοδήματος και έχει τον μικρότερο αντίκτυπο των κοινωνικών μεταβιβάσεων στη μείωση του κινδύνου φτώχειας στην ΕΕ (15,83% το 2017 έναντι 33,98% της ΕΕ).
Οι επενδύσεις πρέπει να επικεντρωθούν στην ενίσχυση της πρόσβασης σε κοινωνικές υπηρεσίες χωρίς αποκλεισμούς, προσιτές και υψηλής ποιότητας, καθώς και στην ανάπτυξη κέντρων ημερήσιας φροντίδας.
Η στήριξη των πιο άπορων και η προώθηση της κοινωνικής ένταξης των παιδιών που κινδυνεύουν από τη φτώχεια, των ατόμων με αναπηρίες, των μεταναστών και των προσφύγων, είναι κρίσιμη, ενώ να δοθεί προσοχή στις γεωγραφικές ανισότητες, βελτιώνοντας την κοινωνική ένταξη στην Ελλάδα.

Υγεία – Υποδομές

Η Ελλάδα ξεκίνησε μια εκτεταμένη μεταρρύθμιση του συστήματος πρωτοβάθμιας υγειονομικής περίθαλψης το 2017, η οποία είναι ζωτικής σημασίας για την εξασφάλιση της πρόσβασης και απαιτεί συνεχείς επενδύσεις μέσω της ανάπτυξης τοπικών μονάδων υγειονομικής περίθαλψης.
Επίσης, το ελληνικό σύστημα μεταφορών αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις.
Είναι σε μεγάλο βαθμό οδικό και εξαρτάται από το πετρέλαιο, με όλες τις κύριες συνδέσεις να περιστρέφονται γύρω από τη διαδρομή Αθήνα-Θεσσαλονίκη.
Τα έξοδα μεταφοράς εξακολουθούν να είναι υψηλά, ενώ η ποιότητα των υπηρεσιών, τα πρότυπα ασφάλειας και η διείσδυση των ευφυών συστημάτων μεταφορών παραμένουν χαμηλά.
Απαιτούνται νέες επενδύσεις για την αύξηση των πολυτροπικών μεταφορών και την προώθηση της περιφερειακής ολοκλήρωσης και της αστικής ανάπτυξης.
Η επεξεργασία των στερεών αποβλήτων και των αστικών και βιομηχανικών λυμάτων αποτελεί τον κύριο τομέα που χρειάζεται πρόσθετες επενδύσεις για την ευθυγράμμιση των προτύπων περιβαλλοντικής προστασίας της χώρας με την υπόλοιπη ΕΕ.
Η διαχείριση των στερεών αποβλήτων εξακολουθεί να αποτελεί μείζονα διαρθρωτική πρόκληση, ενώ η Ελλάδα εξακολουθεί να βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην υγειονομική ταφή και στη μηχανική-βιολογική επεξεργασία αντί στις πιο σύγχρονες τεχνικές.
Επιπλέον, το ποσοστό των αστικών αποβλήτων που ανακυκλώνονται είναι μόνο περίπου το ένα τρίτο του μέσου όρου της ΕΕ.
Απαιτούνται επίσης επενδύσεις για τη βελτίωση της επεξεργασίας των υδάτων, την καταπολέμηση της αλάτωσης των υπόγειων υδάτων και τη λήψη μέτρων στήριξης για την πρόληψη των πλημμυρών και την αποκατάσταση της φυσικής ροής των ποταμών.
Παράλληλα, οι ανεπαρκώς αναπτυγμένες υποδομές αυξάνουν το κόστος ενέργειας για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά και αποτελούν εμπόδιο στην απορρόφηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Η Ελλάδα αντιμετωπίζει μια ιδιαίτερη πρόκληση εδώ με την ηλεκτρική συνδεσιμότητα των νησιών και τη σύνδεση με τις γειτονικές χώρες.
Η περαιτέρω ανάπτυξη της εμπορικής υποδομής φυσικού αερίου θα συμβάλει στην ανάπτυξη της αγοράς.
Η μεταρρύθμιση τόσο των αγορών φυσικού αερίου όσο και ηλεκτρικής ενέργειας θα πρέπει να προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί αυτές τις νέες ευκαιρίες υποδομής.
Ο ψηφιακός μετασχηματισμός της οικονομίας και της κοινωνίας παραμένει προβληματικός, με χαμηλή πρόσβαση σε ευρυζωνικά δίκτυα υψηλής ταχύτητας και τις ψηφιακές δεξιότητες πολύ χαμηλότερα από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Η Ελλάδα πρέπει να επενδύσει ιδιαίτερα στην τεχνολογία της πληροφορίας και της επικοινωνίας, προκειμένου να αντισταθμίσει την κάμψη των επενδύσεων κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Η ανεπαρκής ευρυζωνική σύνδεση υψηλότερης ταχύτητας δημιουργεί σημαντικά εμπόδια στις δυναμικές εξαγωγικές επιχειρήσεις.
Η επένδυση στην καινοτομία και τις δεξιότητες των ανθρώπων είναι ανεπαρκής για την προώθηση της αύξησης της παραγωγικότητας και η έλλειψη ψηφιακών δεξιοτήτων μεταξύ του πληθυσμού γενικά τους εμποδίζει να βρουν απασχόληση και παρεμποδίσουν την ανάπτυξη καινοτόμων επιχειρήσεων.
Χρειάζονται ανανεωμένες στρατηγικές «έξυπνης εξειδίκευσης» σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο και επιπρόσθετα μέτρα για την αντιμετώπιση των πλέον πιεστικών αδυναμιών του συστήματος έρευνας και καινοτομίας για την τόνωση επενδύσεων προσανατολισμένων προς την αγορά.
Οι πρόοδοι στην επιστημονική αριστεία παρεμποδίζονται από τη χαμηλή ένταση της δημόσιας έρευνας και ανάπτυξης, την έλλειψη ενός συστήματος χρηματοδότησης με βάση τις επιδόσεις και την ύπαρξη ασθενών σχέσεων επιστήμης και επιχειρήσεων.
Απαιτούνται επίσης υψηλότερες επενδύσεις για την τόνωση των χαμηλών επιπέδων τεχνολογικής ανάπτυξης, που αντανακλάται στον πολύ χαμηλό αριθμό διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας σε σύγκριση με άλλα κράτη μέλη και για την πλήρη αξιοποίηση του δυναμικού των νεοσύστατων επιχειρήσεων και των κλιμάκων.

googlenews

Ακολουθήστε το financialreport.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

close menu