Αγορές

JP Morgan – Ελληνικές τράπεζες: Κέρδη και απώλειες από το ακριβό χρήμα – Οι τιμές – στόχοι των μετοχών των «4»

Η πιο αυστηρή (hawkish) στροφή της ΕΚΤ έστειλε τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων στα υψηλότερα επίπεδα από τον Απρίλιο του 2020, στρέφοντας το ενδιαφέρον στην πορεία των κεφαλαίων και των εσόδων (ΝΙΙ) των τραπεζών, εξηγεί η JP Morgan.

Η αμερικανική επενδυτική τράπεζα συστήνει: Alpha Bank, στόχος €1,42 και σύσταση υπεραπόδοσης, Eurobank, τιμή στόχος €1,10 και σύσταση υπεραπόδοσης, Εθνική Τράπεζα, τιμής στόχος €3,62 και σύσταση υπεραπόδοσης και τέλος Τράπεζα Πειραιώς, τιμή στόχος €1,65 και σύσταση ουδέτερη.

«Με τα 10ετή GGBs να αποδίδουν πλέον 2,5% περίπου (0,9% το Σεπ-2021), εκτιμούμε 40 μ.β. αρνητική επίπτωση στους δείκτες CET1 των τραπεζών από το 3ο τρίμηνο του 2021 έως σήμερα, μια δυσάρεστη επίπτωση του τρέχοντος επιτοκιακού περιβάλλοντος. Παρ’ όλα αυτά, οι ελληνικές τράπεζες έχουν σχετικά υψηλή προσαρμογή στην άνοδο των επιτοκίων και βάσει των προσδοκιών των οικονομολόγων μας για τέσσερις αυξήσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ έως το τέλος του 2023, εκτιμούμε ότι θα υπάρξει άνοδος κατά 10% έως το 2024 στα κέρδη ανά μετοχή (EPS) από τα πρόσθετα έσοδα από τόκους», εξηγεί η αμερικανική τράπεζα.

«Αυτό είναι αρκετό για να αντισταθμίσει τη συνεχιζόμενη πίεση των αποδόσεων στα κεφάλαια, με δυνατότητα για επιπλέον όφελος από περαιτέρω αυξήσεις επιτοκίων το 2024. Συνεχίζουμε να εκτιμούμε τις ελληνικές τράπεζες με μονοψήφιους δείκτες NPE και οι προοπτικές αύξησης των δανείων και των ROTEs έχουν βελτιωθεί ορατά», συνεχίζει η τράπεζα.

«Μετά από ένα +27% από αρχές έτους, οι μετοχές τελούν υπό διαπραγμάτευση τώρα με δείκτη εσωτερικής αξίας 0,56x έναντι 0,90x του μέσου όρου της Ευρωζώνης, και θα μπορούσε ο δείκτης να ανατιμηθεί περαιτέρω καθώς αυξάνεται η εμπιστοσύνη της αγοράς σε αποδοτικότητα ROTEs 8-10%», υπολογίζουν οι αναλυτές του οίκου.

«Οι αυξανόμενες αποδόσεις δημιουργούν βραχυπρόθεσμες πιέσεις στα κεφάλαια που είναι διαχειρίσιμες για την ώρα: Οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων έχουν αυξηθεί απότομα κατά τις πρόσφατες εβδομάδες (μαζί με άλλες χώρες της περιφέρειας) ως αποτέλεσμα της πιο hawkish στάσης, με τα 10ετή ελληνικά ομόλογα (GGBs) να αποδίδουν τώρα περίπου 2,5% και το spread σε σχέση με τα γερμανικά 10ετή (bunds) στο 2,2% (0,9% / με 1,1% το Σεπ-21).

Εκτιμούμε ότι η μέση αρνητική επίδραση θα είναι 40 μ.β. στους δείκτες CET1 των τραπεζών από το Σεπτέμβριο μέχρι σήμερα, με το υψηλότερο στην Eurobank στις 70 μ.β. και το χαμηλότερο στην ΕΤΕ στις 10 μ.β. Αν και σαφώς μη βοηθητικό, θεωρούμε ότι αυτό είναι διαχειρίσιμο για τον τομέα και δεν λαμβάνει υπόψη τους μηχανισμούς αντιστάθμισης κινδύνου που ενδέχεται να έχουν εφαρμόσει οι τράπεζες. Τα υψηλότερα επιτόκια μπορούν να οδηγήσουν σε αύξηση των κερδών ανά μετοχή κατά 10% και ROTE 70 μ.β. υψηλότερα το 2024», γράφει η αμερικανική τράπεζα.

«Οι ελληνικές τράπεζες έχουν σχετικά υψηλή εξάρτηση από την αύξηση των επιτοκίων, αν και τα επικρατούντα κατώτατα όρια επιτοκίων σημαίνουν ότι το όφελος θα γίνει πιο ορατό μετά τις πρώτες αυξήσεις 50-100 μ.β. Συνυπολογίζοντας το επιτόκιο των οικονομολόγων μας για το 2022-23, εκτιμούμε 8%-11% αύξηση στα επιτόκια των ελληνικών τραπεζών, γεγονός που μπορεί να αντισταθμίσει βιώσιμα τη συνεχιζόμενη κεφαλαιακή πίεση μεσοπρόθεσμα», υπολογίζει η JP Morgan.

«Η σαφής υπεραπόδοση των τραπεζών δείχνει ότι οι μετοχές θα μπορούσαν να ανατιμηθούν περαιτέρω από εδώ και πέρα. Συνεχίζουμε να εκτιμούμε τον κλάδο και να πιστεύουμε ότι οι μετοχές θα γίνουν re-rate από την αγορά καθώς η εμπιστοσύνη αυξάνεται από εδώ και πέρα. Το ευνοϊκό σκηνικό των επιτοκίων, η δυνατότητα επιστροφής κεφαλαίου, οι πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων και οι διεθνείς ευκαιρίες προσφέρουν πρόσθετη άνοδο στις μετοχές των ελληνικών τραπεζών”, καταλήγει η JPM.

Σχολιάζοντας τα ευρήματα και την έκθεση, η Karelle Lamouche, Chief Commercial Officer της Accor North Europe, δήλωσε: «Ο Covid δεν μείωσε την επιθυμία μας για ταξίδια, περιέπλεξε τη διαδικασία. Παρόλο που ένας στους πέντε έπρεπε να ακυρώσει ή να αναβάλει ένα ταξίδι λόγω της παραλλαγής Omicron, οι άνθρωποι εξακολουθούν να επιθυμούν να ταξιδεύουν και να ξοδέψουν 39% παραπάνω από ό,τι το 2019. Τα ταξίδια πέρυσι ήταν αυθόρμητα, συχνά μάλιστα η κράτηση και η πραγματοποίηση του ταξιδιού έγινε μέσα σε μόλις λίγες ημέρες. Τώρα, μετά την Omicron, οι άνθρωποι προγραμματίζουν και κάνουν κρατήσεις ήδη για τα επόμενα τρία χρόνια. Έχουν πολλά να περιμένουν και να αναπληρώσουν το 2022.

Είναι σαφές ότι οι προτεραιότητες έχουν αλλάξει τα τελευταία δύο χρόνια. Η βιωσιμότητα επηρεάζει περισσότερο από ποτέ τις αποφάσεις που λαμβάνουν οι άνθρωποι. Η ισορροπία εργασίας-ζωής δεν είναι πλέον απλώς μια επίφαση και οι ταξιδιώτες αντιλαμβάνονται διαφορετικά τον θετικό αντίκτυπο που έχουν τα ταξίδια στην ευεξία τους. Στην πραγματικότητα, στα δύο τρίτα από εμάς το ταξίδι λειτουργεί ως ένας τρόπος ενίσχυσης της ψυχικής υγείας. Αναμένουμε ότι αυτή η τάση για βελτίωση, επίγνωση και ευημερία θα είναι μέρος της ταξιδιωτικής εμπειρίας για τα επόμενα χρόνια, επιταχυνόμενη από τις ευκαιρίες που χάθηκαν εξαιτίας του Covid. Τα ταξίδια επέστρεψαν, οι εμπειρίες επέστρεψαν και η Ευρώπη ξεκινά το 2022 με αισιοδοξία».

googlenews

Ακολουθήστε το financialreport.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

close menu