Οικονομία

H μελέτη του ΚΕΠΕ που θορύβησε την κυβέρνηση – Ποιος ο ερευνητής που την συνέταξε

Η αγοραστική δύναμη του ωρομισθίου στην Ελλάδα το 2020, όταν η πανδημία επέδρασε στη διεθνή οικονομία, συνέκλινε με εκείνη της Βουλγαρίας και, έκτοτε, η απόσταση μεταξύ τους διευρύνεται...

Μία μελέτη του ΚΕΠΕ, που είδε το φως της δημοσιότητας προκάλεσε αντιπαράθεση κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η μελέτη αυτή δεν έτυχε εκτεταμένης προβολής από τα καθιερωμένα μέσα ενημέρωσης, διότι δεν προωθήθηκε από το υπουργείο Οικονομικών ή από άλλο κυβερνητικό φορέα.

Να κάνουμε μια παρένθεση και να σημειώσουμε ότι τα υπουργεία και οι κυβερνητικοί φορείς προωθούν ενημερώσεις στους δημοσιογράφους που καλύπτουν τα σχετικά ρεπορτάζ μέσω εφαρμογών στο διαδίκτυο (what’s up κλπ), βομβαρδίζοντας κυριολεκτικά κάθε μέρα τους δημοσιογράφους και τα μέσα ενημέρωσης με ανακοινώσεις, σχόλια, έρευνες, για την προβολή του κυβερνητικού έργου (αυτό κάποιοι το λένε προπαγάνδα γιατί συνήθως αποφεύγουν να σχολιάσουν αλλά και να απαντήσουν σε σχετικές ερωτήσεις που δεν συνάδουν με το κυβερνητικό αφήγημα).

Έτσι και η συγκεκριμένη μελέτη του ΚΕΠΕ που δημοσιεύτηκε (Οικονομικές Εξελίξεις, τεύχος 54, 2024) δεν έγινε αντικείμενο μαζικής προβολής από τα μέσα ενημέρωσης γιατί έλεγε μία αλήθεια, για τους μισθούς των εργαζομένων, που δεν βολεύει την κυβέρνηση.

Για να ακριβολογούμε το συγκεκριμένο άρθρο του ΚΕΠΕ υπογράφει ο ερευνητής, καθηγητής στο ΕΚΠΑ, Βλάσης Μισσός. Η μελέτη δεν εκφράζει το ΚΕΠΕ, δεδομένου ότι οι επικεφαλής των φορέων αυτών συνήθως επιλέγονται από την εκάστοτε κυβέρνηση (πρόεδρος αυτή την περίοδο είναι ο Παναγιώτης Λιαργκόβας).

Ας δούμε μερικές λεπτομέρειες για το ενδιαφέρον θέμα.

Το προφίλ του κ. Μισσού

Ο Βλάσης Μισσός είναι ερευνητής Γ’ στο Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ). Η έρευνά του αφορά σε θέματα Κοινωνικής Πολιτικής, Φτώχειας και Ανισοτήτων, Οικονομικής Ανάπτυξης και Ιστορίας της Οικονομικής Σκέψης. Είναι διδάκτορας του τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΕΚΠΑ (2015), ενώ έχει διατελέσει μετα-διδακτορικός ερευνητής στο ίδιο τμήμα (2018-’21, υπότροφος ΙΚΥ). Επί σειρά ετών εργάστηκε ως μέλος της Μονάδας Κοινωνικής Πολιτικής, Φτώχειας και Ανισοτήτων του ΙΝΕ ΓΣΕΕ, ενώ την περίοδο 2015-’16, ως ειδικός σύμβουλος στη Γενική Γραμματεία Δημοσιονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών. Έχει επίσης εργαστεί ως σύμβουλος αναπτυξιακής πολιτικής για την κυβέρνηση της Σαμόα της Πολυνησίας, εκπροσωπώντας το Adam Smith International (Σίδνεϋ, 2019-’22), ως επισκέπτης ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης (2023 και 2024) και έχει συμμετάσχει σε ανεξάρτητες ερευνητικές ομάδες για τη,  διερεύνηση της οικονομικής ανισότητας στην Ελλάδα και στην ΕΕ. Διδάσκει ως επισκέπτης καθηγητής στο τμήμα Οικονομικών Επιστημών του ΕΚΠΑ και έρευνές του έχουν δημοσιευθεί σε ξένα και εγχώρια επιστημονικά περιοδικά.

Από το προφίλ του κ. Μισσού φαίνεται ότι θέματα κοινωνικής πολιτικής και σχετίζονταιμε τη φτώχεια και την ανισότητα είναι στο γνωστικό του αντικείμενο. Επίσης φαίνεται ότι έχει διατελέσει ειδικός σύμβουλος στη  γενική γραμματεία δημοσιονομικής πολιτικής του υπουργείου Οικονομικών την περίοδο 2015-2016, δηλαδή επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.

Κεντροαριστερός οικονομολόγος

Θα μπορούσε κάποιος να χαρακτηρίσει τον Μισσό κεντροαριστερό οικονομολόγο, που ασχολείται με θέματα που σχετίζονται με την ευημερία των εργαζομένων.

Ετσι, η ανάλυσή εστιάζεται σε παραμέτρους που κρύβονται πίσω από την μεταβολή του ΑΕΠ

Να σημειώσουμε επίσης ότι το ΑΕΠ δεν αποτελεί για πολλούς οικονομολόγους δείκτη ευημερίας των πολιτών.

Στο κείμενό του ο κ. Μισσός αναφέρεται σε πρόσφατο άρθρο των Financial Times που σχολιάζουν την σημαντική αύξηση του ΑΕΠ της ελληνικής οικονομίας μετά την πανδημία και τη θετική αξιολόγηση των προοπτικών της που ανακοίνωσε ο οίκος S&P.

Πράγματι, όπως αναφέρεται η αποκλιμάκωση του λόγου χρέους/ΑΕΠ, η προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και η συνεχής δημοσιονομική πειθαρχία, θεωρούνται παράγοντες που συνέβαλλαν στη βελτίωση των επενδυτικών προοπτικών της χώρας.

Ωστόσο,  κάνει την παρατήρηση, ότι στον αντίποδα των παραπάνω εξελίξεων, στο ίδιο άρθρο (σ.σ. δηλαδή των FT), σημειώνεται ότι η καταγεγραμμένη μεγέθυνση μόνο ελάχιστα έχει βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού, καθώς στη διάρκεια των δεκαπέντε ετών που έχουν μεσολαβήσει από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, η Ελλάδα εμφανίζεται πλέον ως η δεύτερη πιο φτωχή χώρα της ΕΕ27, μετά τη Βουλγαρία, με βάση το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, μετρούμενο σε όρους κοινής αγοραστικής δύναμης (purchase power parity, PPP).

Και με αφορμή το παραπάνω άρθρο και αξιοποιώντας τη συγκριτική προσέγγιση που απορρέει από τη χρήση των δεικτών PPP, το άρθρο του επικεντρώνεται στους μισθούς που καταβλήθηκαν (αντί στο ΑΕΠ). Όπως παρουσιάζεται παρακάτω, συγκριτικά με τις χώρες της ΕΕ27, η ελληνική οικονομία κατέχει πλέον την τελευταία θέση του μέσου μισθού ανά δεδουλευμένη ώρα εργασίας –για συντομία, ωρομισθίου – υπολογισμένου σε όρους κοινής αγοραστικής δύναμης.

Στο άρθρο του εξηγεί τι είναι οι δείκτες PPP (πρόκειται για δείκτες τιμολογιακών διαφορών που αποτυπώνουν πόσες χρηματικές μονάδες κοστίζει μια συγκεκριμένη ποσότητα αγαθών και υπηρεσιών σε διαφορετικές χώρες και χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο στη συγκριτική ανάλυση και στην εκτίμηση των αποκλίσεων μεταξύ των χωρών της ΕΕ) και πως υπολογιζόμενες τιμές τους μπορούν να δηλώσουν την απόσταση που καταγράφεται από τον μέσο όρο εκφράζοντας τον βαθμό σύγκλισης ή απόκλισης από αυτόν.

Και εξηγεί ότι για τη σωστή ανάγνωση του Διαγράμματος 3.2.1, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι ο μετασχηματισμός του μέσου ωριαίου μισθού σε όρους PPP αποτυπώνει την αγοραστική δύναμη μιας ώρας εργασίας σε κάθε μία χώρα της ΕΕ27, σε σύγκριση με το μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο (100), για μια σειρά ετών από το 1995 έως και το 2023. Για λόγους παρουσίασης, όλες οι χώρες παραμένουν σκιασμένες, ενώ η έμφαση δίνεται στην Ελλάδα.

Συμπεράσματα

Την περίοδο 1995 έως και το 2008 (διάγραμμα 3.2.1) , η σχετική αγοραστική δύναμη του μέσου καταβεβλημένου ωρομισθίου στην Ελλάδα υπολογίζεται σε πάνω από το 60% του μέσου όρου των χωρών της ΕΕ27. Η συγκεκριμένη επίδοση δεν αντικατοπτρίζει κάποιο ιδιαίτερα υψηλό, συγκριτικό επίπεδο αποδοχών, αλλά απεικονίζει αποκλειστικά και μόνο το εύρος απόκλισης των μισθών από τον ευρωπαϊκό μέσο εντός της εκάστοτε ιστορικής συγκυρίας.

Εστιάζοντας στην αγοραστική δύναμη του μέσου ωρομισθίου, η Ελλάδα βρισκόταν μεταξύ 8ης ή 9ης θέσης από το τέλος και με μια ήπια, συγκλίνουσα τάση προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Η ασθενής ανοδική τάση φαίνεται ότι ανακόπτεται σταδιακά, ήδη πριν από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης. Συγκεκριμένα, από την περίοδο 2007-2008 η αγοραστική δύναμη των μισθών ανά ώρα εργασίας παραμένει στάσιμη, ενώ, από το 2009 και ύστερα, η πορεία τους είναι καθοδική.

Ιδιαίτερα, το 2020, έτος κατά το οποίο η πανδημία επέδρασε έντονα στη διεθνή οικονομία, η αγοραστική δύναμη του ωρομισθίου στην Ελλάδα συγκλίνει με εκείνο της Βουλγαρίας και, έκτοτε, η απόσταση μεταξύ τους διευρύνεται. Το συγκεκριμένο αποτέλεσμα πρέπει να εξεταστεί τόσο από την πλευρά των μεταβολών του επιπέδου των σχετικών μισθών, όσο και από τη σκοπιά του επιπέδου των ωρών εργασίας.

Αν και το ζήτημα χρήζει επισταμένης έρευνας, η αύξηση των ωρών εργασίας φαίνεται ότι διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στη μείωση του καταβαλλόμενου ωρομισθίου.

Από το 2020, οπότε και καταγράφηκε καθίζηση των συνολικών ωρών εργασίας σε όλη την ΕΕ27 λόγω των μέτρων περιορισμού της πανδημίας, έως και το 2023, η μέση αύξηση των ωρών εργασίας ανά εργαζόμενο στην ΕΕ27 εκτιμάται σε 3,4%, έναντι 9,25% στην Ελλάδα – δηλαδή, τριπλάσια του μέσου όρου.

Είναι ενδεικτικό ότι για το 2023, μεταξύ των χωρών της ΕΕ27, η Ελλάδα εμφανίζει τη δεύτερη υψηλότερη επίδοση σε ώρες εργασίας ανά εργαζόμενο.

Παράλληλα, όπως αποτυπώνεται στο Διάγραμμα 3.2.2, στη διάρκεια της δεκαπενταετούς περιόδου που μεσολάβησε από την κρίση του 2009, η χώρα παρουσιάζει τη μεγαλύτερη μείωση στο ύψος των πραγματικών ωρομισθίων (-23,7%), με δεύτερη την Ουγγαρία (-15%). Σε μεγάλο βαθμό, η σχετική υποχώρηση του ωρομισθίου θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως απόρροια αυτών των δύο αντίρροπων τάσεων.

Χρήστος Ιωάννου
[email protected]

googlenews

Ακολουθήστε το financialreport.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

close menu