Οικονομία

Γραφείο Προϋπολογισμού Βουλής: Η κυβέρνηση πρέπει να λάβει μέτρα 6,4 δισ. τους επόμενους 15 μήνες

Έξι χρόνια μετά την υπογραφή του πρώτου «Μνημονίου» το 2010, η ελληνική κρίση δεν έχει ξεπερασθεί, μολονότι, παρά τις πολιτικές αναταράξεις, τα χρόνια που πέρασαν μειώθηκαν τα τεράστια δημοσιονομικά και εξωτερικά ελλείμματα και πραγματοποιήθηκαν κάποιες μεταρρυθμίσεις.

Αυτό αναφέρει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής στη σημερινή του ανάλυση για την τήρηση των δημοσιονομικών στόχων της ελληνικής οικονομίας που τίθενται στον Κρατικό Προϋπολογισμό και στα Μεσοπρόθεσμα Δημοσιονομικά Πλαίσια Στρατηγικής.

Σύμφωνα με την ανάλυση, το σημαντικότερο γεγονός του προηγούμενου τριμήνου, ήταν η συμφωνία της κυβέρνησης με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ) για μια νέα δανειακή σύμβαση επί τη βάσει ενός νέου, του τρίτου κατά σειρά «Μνημονίου», δηλαδή Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής.

Η συμφωνία αυτή, παρά τις πολιτικές δυσκολίες, ήταν και παραμένει, προτιμότερη από την παράταση της εκκρεμότητας ή από μια ενδεχόμενη άτακτη χρεοκοπία.

Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή (ΓΠΚΒ) είχε εξ αρχής σημειώσει ότι η επίτευξη συμφωνίας έπρεπε να ολοκληρωθεί το ταχύτερο δυνατό με τους θεσμούς.

Η συμφωνία του Αυγούστου 2015 εξασφαλίζει τη χρηματοδότηση της χώρας μας για τρία χρόνια.

Δίνει χρόνο για να ανακοπεί η ύφεση και να ληφθούν εκείνα τα μέτρα, που θα επιτρέψουν την επιστροφή στην ανάπτυξη.

Έτσι τίθεται το ερώτημα, αφού έγιναν όλα αυτά γιατί δεν ξεπεράσαμε νωρίτερα την κρίση;

 

Ο ρόλος της αβεβαιότητας

 

Η εύκολη και δημοφιλής απάντηση αποδίδει τη διάρκεια και την ένταση της κρίσης στη λιτότητα -στις περικοπές μισθών, συντάξεων και άλλων δαπανών- και στις αυξήσεις των φορολογικών συντελεστών, που εξουδετέρωσαν τυχόν ευνοϊκές επιπτώσεις των μεταρρυθμίσεων.

Αυτή η απάντηση συνδέεται με την εσφαλμένη υπόθεση ότι αρκεί να σταματήσει η «λιτότητα» (ή να καταργηθούν τα «Μνημόνια») για να ανακάμψει η χώρα. Όμως, δεν είναι πλήρης διότι παραβλέπει τις παθογένειες της χώρας στην πλευρά της παραγωγής, τη μεταρρυθμιστική υστέρηση, το κακό μείγμα μέτρων λόγω έμφασης στους φόρους, τις παλινωδίες και, κυρίως, τη σημασία της αβεβαιότητας για την οικονομική πορεία.

Υποτιμά τις επιπτώσεις της αβεβαιότητας στη γενική κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής και σε επιμέρους περιοχές της, που ήταν και παραμένει η μεγαλύτερη απειλή για την ανάκαμψη.

Τα δύο πρώτα τρίμηνα του 2015 σημειώθηκε μικρή αύξηση του ΑΕΠ, που οφείλεται στην αύξηση της καταναλωτικής ζήτησης πιθανόν λόγω του φόβου ότι επέκειτο κούρεμα των καταθέσεων.

Τα διαθέσιμα στοιχεία δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ότι η χώρα επέστρεψε στην ύφεση το 3ο τρίμηνο του 2015.

Κατά το προσχέδιο του Κρατικού Προϋπολογισμού 2016, ως το τέλος του έτους θα έχει καταγραφεί ύφεση -2,3 % και, για το 2016 -1,3 %.3 Αυτό μεταφράζεται σε συρρίκνωση του εγχώριου εισοδήματος στα €173 δισ., από €179 δισ. το 2014.

Ωστόσο, το ΙΟΒΕ προβλέπει ύφεση 1,5% έως 2,0% για το 2015.

Επίσης, ο Economist προβλέπει ότι η ύφεση θα είναι πολύ μικρότερη, της τάξης του 0,5% το 2015.

Αν αυτή η αισιόδοξη πρόβλεψη επιβεβαιωθεί, η ανάκαμψη θα έλθει νωρίτερα και, οπωσδήποτε μπορεί να μειώσει την πίεση για πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα.

Ο προηγούμενος Κρατικός Προϋπολογισμός 2015 είχε -αντίθετα- προβλέψει ανάπτυξη +2,9% και +3,1% αντίστοιχα για τα έτη 2015 και 2016 και επομένως αύξηση του ΑΕΠ στα €191 δισ.

Δηλαδή, η απόκλιση από το στόχο ανέρχεται σε €18 δισ.

Ταυτόχρονα, από το Σεπτέμβριο 2015 αυξάνεται πάλι η ανεργία και η μερική απασχόληση, όπως αποτυπώνεται στα στοιχεία του συστήματος «Εργάνη».

Δυσμενής ήταν και η πορεία των ελληνικών εξαγωγών το πρώτο εξάμηνο του 2015 και της βιομηχανικής παραγωγής, που υπέστη σοβαρά πλήγματα εξαιτίας των ελέγχων κεφαλαίου.

Η μείωση των εξαγωγών μάλιστα αναμένεται μεγαλύτερη για το δεύτερο εξάμηνο λόγω των επιπτώσεων των κεφαλαιακών ελέγχων.

Η μείωση των εξαγωγών επηρεάζει το ρυθμό μεγέθυνσης και, οπωσδήποτε, δεν επιτρέπει στον εξαγωγικό τομέα να λειτουργήσει σταθεροποιητικά σε περιόδους περιορισμού της εσωτερικής ζήτησης λόγω λιτότητας.

Συνολικά, η έστω μετρίως θετική πορεία που καταγράφηκε το 2014 και τα δύο πρώτα τρίμηνα του 2015 έχει αναστραφεί.

Ο υπαρκτός κίνδυνος είναι η χώρα να διολισθήσει σε βαθύτερη ύφεση ή και σε μια μακροχρόνια στασιμότητα.

Όμως, ο κίνδυνος αυτός μπορεί, υπό όρους, να αποτραπεί.

Και τελικά η οικονομία να επιστρέψει στην ανάπτυξη το 2017 και να διατηρήσει ικανοποιητικούς ρυθμούς όπως ελπίζουν εγχώριοι αλλά και ξένοι αξιωματούχοι.

Αυτό άλλωστε αποτυπώνεται και στις προσδοκίες του νέου Μνημονίου.

Αναμφίβολα, η επιτάχυνση του ΕΣΠΑ, η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και η αναμενόμενη δόση των €3 δισ., μετά την αξιολόγηση των θεσμών μπορούν συμβάλουν στην ταχύτερη ανάσχεση της κρίσης.

Αλλά ο σπουδαιότερος όρος για ταχύτερη ανάκαμψη και, κυρίως, για να είναι αυτή σε διατηρήσιμη βάση, είναι να εξαλειφθεί η αβεβαιότητα τόσο ως προς τη γενική κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής, όσο και ως προς τη διαχείριση θεμάτων (όπως μεταρρυθμίσεις, αποκρατικοποιήσεις κ.ά).

Αυτό θα επιτευχθεί αν ακολουθηθεί ο οδικός χάρτης του νέου Μνημονίου.

Πράγματι, μέρος των λεγόμενων «προαπαιτούμενων» για τη χρηματοδοτική στήριξη της χώρας υλοποιείται, όπως έδειξε η ψηφοφορία στη Βουλή για το πολυνομοσχέδιο.

Η κυβέρνηση έδειξε ότι εμμένει στη στρατηγική επιλογή της εφαρμογής προαπαιτούμενων – αξιολόγηση – ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών – διευθέτηση του χρέους.

Ωστόσο, εκκρεμεί ακόμα ένας απαιτητικός και «μακρύς» κατάλογος μέτρων.

Το τελευταίο δεκαήμερο του Οκτωβρίου, οι δύσκολες διαπραγματεύσεις με τους εκπροσώπους των τεσσάρων θεσμών (πρώην «τρόϊκας») ανέδειξαν πάλι τις δυσκολίες της προσαρμογής, αλλά και την κλίμακα των προβλημάτων που έχει η χώρα.

Την αβεβαιότητα τροφοδοτούν η συνεχής αναζήτηση «ισοδυνάμων» για να γίνουν τροποποιήσεις (που μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να έχουν νόημα, αλλά τροφοδοτούν την αβεβαιότητα), οι ασάφειες σε φορολογικά ζητήματα (φορολόγηση μισθώματος ακινήτων, ΦΠΑ στην εκπαίδευση, ΕΝΦΙΑ), οι ανασχεδιασμοί στο ασφαλιστικό κ.ά.

Την αβεβαιότητα τροφοδοτεί και η αρνητική στάση του συνόλου της αντιπολίτευσης σε κάθε σχεδόν μέτρο εφαρμογής του τρίτου «Μνημονίου».

Και τούτο, παρά το γεγονός ότι στήριξε με την ψήφο της στη Βουλή το πλαίσιο πολιτικής, που υποδεικνύεται από το νέο Μνημόνιο.

 

Το τρίτο Μνημόνιο έχει δύο ουσιώδεις διαφορές από τα δύο προηγούμενα, αλλά και μία ομοιότητα.

 

Πρώτη διαφορά: το τρίτο Μνημόνιο είναι εμπροσθοβαρές ως προς τις μεταρρυθμίσεις, δηλαδή το σύνολο σχεδόν των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων (περίπου 233) θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί μέχρι τον προσεχή Ιούνιο του 2016.

Ειδικότερα, οι 127 ενέργειες ή αλλιώς το 56% του Μνημονίου θα πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή μέχρι το τέλος του 2015, ενώ συνολικά το 80% πρέπει να εφαρμοστεί μέσα στους 10 πρώτους μήνες από την έναρξή του (έως τον Ιούνιο του 2016).

Επιπλέον, ένα 30% ή αλλιώς το 1/3 περίπου των μέτρων αποτελούν προαπαιτούμενα για την εκταμίευση δόσεων.

Το ΓΠΚΒ εκτιμά ότι το πρόγραμμα είναι πολύπλοκο και φιλόδοξο.

Η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να κάνει «αγώνα δρόμου» για την εφαρμογή του και η δημόσια διοίκηση να δείξει διαχειριστική επάρκεια για ένα τόσο δύσκολο έργο.

Οι μεταρρυθμίσεις θα εφαρμοστούν σε ένα περιβάλλον ύφεσης, καθώς το δεύτερο εξάμηνο του έτους αναμένεται να είναι χειρότερο σε σχέση με το πρώτο.

Το εξάμηνο αυτό θα αντανακλά με χρονική υστέρηση όλες τις συνέπειες των προηγούμενων αρνητικών εξελίξεων, όπως οι έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων, η αβεβαιότητα, η επενδυτική άπνοια κ.λπ.

Η διεθνής εμπειρία μας δείχνει ότι η επιτυχής εφαρμογή μεταρρυθμίσεων είναι πολύ πιο δύσκολη σε περιβάλλον ύφεσης.

 

Δεύτερη διαφορά: το τρίτο Μνημόνιο βασίζεται σε περισσότερο ρεαλιστικούς στόχους σχετικά με την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων (-0,25% ΑΕΠ το 2015, +0,5% ΑΕΠ το 2016, +1,75% το 2017 και +3,5% το 2018).

Τα μεγέθη αυτά είναι σαφώς χαμηλότερα από τα μεγέθη που είχαν τεθεί στο παρελθόν και που υπάρχουν ακόμη στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ) 2015-18 (2,5% για φέτος, 3,5% για το 2016, 4,6% για το 2017 και 5,3% για το 2018).

Σε απόλυτα μεγέθη, για το 2017 και για το 2018 αναμένονταν πρωτογενή πλεονάσματα ύψους €9,4 δισ. και €11,5 δισ. αντιστοίχως.

 

Τέλος, η ομοιότητά του με τα προηγούμενα είναι ότι το τρίτο Μνημόνιο περιλαμβάνει μεταρρυθμίσεις, που εκκρεμούν από το παρελθόν και δημοσιονομικά μέτρα, πολλά εκ των οποίων, είναι οριζόντια (π.χ. αύξηση του ΦΠΑ) και επιτείνουν την ύφεση.

Διάφορες παρεμβάσεις σχετίζονται με αυξημένη φορολογική επιβάρυνση των πολιτών, είτε με νέους φόρους, π.χ. για τους αγρότες, τους γονείς με παιδιά σε φροντιστήρια, ιδιωτικά σχολεία κλπ. είτε με συνέχιση της εφαρμογής των ήδη γνωστών φόρων (π.χ. ΕΝΦΙΑ), που γίνονται περισσότερο επαχθείς, καθώς τα εισοδήματα πέφτουν.

Σε γενικές γραμμές, τα φορολογικά μέτρα έχουν αποφασισθεί χωρίς να εκτιμάται το γεγονός αν μπορούν να εφαρμοστούν, πού μπορούν να εφαρμοστούν, τί επιπτώσεις θα έχουν αν εφαρμοστούν και, βεβαίως, τί επιπτώσεις θα έχουν εάν δεν εφαρμοστούν από όλους.

Έτσι, για παράδειγμα, ένας επιχειρηματίας που πληρώνει τους φόρους και τις εισφορές του καθίσταται αυτομάτως λιγότερο ανταγωνιστικός σε σχέση με κάποιον άλλον του ίδιου κλάδου που φοροδιαφεύγει.

Παράλληλα, διαπιστώνεται ότι εξαντλείται πλέον η φοροδοτική ικανότητα των συνεπών πολιτών, ενώ οι αυξήσεις των φορολογικών συντελεστών και ενδεχομένως νέοι φόροι μπορεί να ενισχύσουν τη φοροδιαφυγή.

 

Η προσφυγική κρίση επιβαρύνει την οικονομική κατάσταση

 

Την τελευταία εικοσαετία το φαινόμενο της μετανάστευσης απασχολεί ολοένα και περισσότερο την πολιτική συζήτηση.

Η μετανάστευση καθίσταται όλο και πιο σύνθετο ζήτημα (πρόσφυγες από τη Συρία), συνεπώς είναι αναγκαία η πολύπλευρη αντιμετώπιση του ζητήματος προκειμένου να υπάρξει μια εφαρμόσιμη και ταυτόχρονα δίκαιη μεταναστευτική πολιτική.

Η Ελλάδα παρά το γεγονός ότι και στο παρελθόν αποτέλεσε χώρα υποδοχής μεταναστών, στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία βρέθηκε αντιμέτωπη με μια μεταναστευτική κρίση τεραστίων διαστάσεων.

Μια κρίση η οποία σε συνδυασμό με τη δυσχερή οικονομική κατάσταση της χωράς επιδεινώνει τις οικονομικές, αλλά και τις κοινωνικές συνθήκες.

Η μεταναστευτική κρίση στη Μεσόγειο κατέδειξε με τον πλέον εμφανή τρόπο ότι η Ευρώπη στο σύνολό της βρέθηκε απροετοίμαστη.

Έγινε κατανοητό ότι η ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική και μάλιστα σε περιόδους κρίσης, χαρακτηρίζεται από διαρθρωτικούς περιορισμούς, άλλα και από έλλειψη κατάλληλων μέτρων για την αντιμετώπιση εισροών τέτοιου μεγέθους.

Η συνεργασία για τη διαχείριση της μετανάστευσης και μάλιστα με μακροπρόθεσμο ορίζοντα, κρίνεται απαραίτητη.

Το προσφυγικό-μεταναστευτικό ζήτημα αποτελεί σημείο καμπής τόσο για την Ευρώπη όσο και για τη διεθνή κοινότητα.

Οι ροές των προσφύγων και των μεταναστών προς την Ελλάδα και ιδιαίτερα προς τα νησιά του Αιγαίου κατά την διάρκεια των θερινών μηνών του 2015 ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο.

Η Ελλάδα, μαζί με την Ιταλία, αποτελεί την κύρια πύλη εισόδου μεταναστών και προσφύγων στην ΕΕ. Τόσο τα νησιά του Β. Αιγαίου και ορισμένα των Δωδεκανήσων δέχθηκαν μαζικά κύματα προσφύγων και μεταναστών προερχόμενων από τα παράλια της Τουρκίας. Με βάση τα στοιχεία της Frontex από τον Ιανουάριο έως το Σεπτέμβριο του 2015, 710.000 πρόσφυγες και μετανάστες πέρασαν τα Ευρωπαϊκά εξωτερικά σύνορα, εκ των οποίων 350.000 έφτασαν στην Ελλάδα.

Εν ολίγοις, αυτό καταδεικνύει μια τεράστια αύξηση του αριθμού μεταναστών και προσφύγων, στην οποία συνέβαλε κατά κύριο λόγο ο εσωτερικός εκτοπισμός των Σύριων λόγω του συνεχούς πολέμου.

Ως προς την αύξηση των ροών μέσω των θαλάσσιων συνόρων συνέβαλε και η κατασκευή του φράκτη στα σύνορα του Έβρου το 2012 στο πλαίσιο μιας προσπάθειας μετριασμού της παράτυπης μετανάστευσης στα χερσαία σύνορα Ελλάδας – Τουρκίας (η αυξημένη φύλαξη σε συγκεκριμένα σημεία έχει ως αποτέλεσμα την μετατόπιση των ροών).

Η Ελλάδα βρέθηκε εγκλωβισμένη και ταυτόχρονα αναγκασμένη να δώσει λύση σε ένα ιδιαίτερα ακανθώδες ζήτημα.

Μπροστά στις τεράστιες εισροές, αποδείχτηκε ότι δεν υπήρχαν οι κατάλληλες συνθήκες υποδοχής, μηχανισμοί και υπηρεσίες, ενώ ταυτόχρονα υπήρχε σημντική έλλειψη χρηματικών πόρων.

Επιπροσθέτως, το γεγονός, ότι οι αφίξεις συνέπεσαν με την περίοδο της έντονης τουριστικής δραστηριότητας ενέτεινε τις δυσκολίες στα νησιά.

Εντούτοις, ο τουρισμός παρουσίασε μια σημαντική δυναμική, λόγω αύξησης της τουριστικής δραστηριότητας σε άλλα νησιά.

Οι αναπτυξιακές δυνατότητες όμως, των νησιών δέχθηκαν πλήγμα και είναι αδήριτη η ανάγκη να σχεδιαστεί και να υλοποιηθεί ένα πρόγραμμα ενίσχυσής τους.

Οι κύριες επιπτώσεις αφορούν κυρίως στη διοίκηση, την οικονομία και τον τουρισμό.

Ως προς τη διοίκηση, το βάρος ήταν υψηλό αρχικά για τις υπηρεσίες των δήμων και των περιφερειών, τις λιμενικές και αστυνομικές αρχές.

Σε μικρό χρονικό διάστημα, και λόγω της έντασης των αφίξεων, χρειάστηκαν δράσεις και δαπάνες με υψηλό κόστος για την ελληνική δημόσια διοίκηση και μάλιστα ένα κόστος που συνεχώς θα αυξάνεται διότι απαιτούνται υποδομές, προσωπικό, συντήρηση δομών και αποκατάσταση ζημιών.

Σύμφωνα με το Υπουργείο Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού, με βάση ενδεικτικά στοιχεία, το κόστος μέχρι τώρα είναι ήδη υψηλό και αναμένεται να είναι πολλαπλάσιο.

Ήδη από τον Απρίλιο του 2014, το ΓΠΚΒ επισήμανε ότι τίθεται ένα γενικότερο ζήτημα όσον αφορά στη διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων. Υποδείκνυε, επίσης, την ανάγκη αναθεώρησης προς τα κάτω των φιλόδοξων αυτών στόχων.

Υπάρχουν μόνο λίγα παραδείγματα που αναπτυγμένες χώρες (π.χ. η πετρελαιοπαραγωγός Νορβηγία) ήταν σε θέση να διατηρήσουν πρωτογενή πλεονάσματα για μεγάλες χρονικές περιόδους και πάντως ο μέσος ό-ρος αυτών των πλεονασμάτων ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν 3,1%, πολύ χαμηλότερος από εκείνα του ΜΠΔΣ 2015-18.

Η μείωση του στόχου για συνεχώς αυξανόμενα πρωτογενή πλεονάσματα (ως % ΑΕΠ) τα επόμενα χρόνια, κατέστη αναπόφευκτη, καθώς η οικονομία έχει εκ νέου εισέλθει σε ύφεση.

Θα επιτρέψει να εφαρμοσθεί χαλαρότερη δημοσιονομική πολιτική και έτσι να συμπιεσθεί λιγότερο η ζήτηση, να αντιμετωπισθούν κάποια κοινωνικά προβλήματα ή να αρθούν αδικίες.

 

www.bankingnews.gr

googlenews

Ακολουθήστε το financialreport.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Οικονομία

close menu