Οικονομία

Γραφείο Προϋπολογισμού Βουλής: Έξοδος στις αγορές δεν σημαίνει έξοδος από τη λιτότητα

Tην θέση ότι η έξοδος στις αγορές δεν σημαίνει και έξοδο από τη λιτότητα διατυπώνει στην τριμηνιαία έκθεση του το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, το οποίο επισημαίνει ότι παραμένει αδιευκρίνιστο το τι θα συμβεί μετά το τέλος του προγράμματος.
«Το 2017 έληξε με προκαταρκτική συμφωνία για την τρίτη αξιολόγηση.
Όμως η διαδικασία της αξιολόγησης συνεχίστηκε τον Ιανουάριο του 2018 καθώς είχαν μείνει αρκετές εκκρεμότητες όσον αφορά στα προαπαιτούμενα για την εκταμίευση των προβλεπόμενων δόσεων του δανείου από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας.
Επίσης, δεν έχει αποσαφηνιστεί ακόμα η μελλοντική στάση του ΔΝΤ.
Όλες οι διεθνείς αναλύσεις (όπως εξάλλου και το Γ.Π.Κ.Β.) διαπιστώνουν πρόοδο:  
–    στον τομέα των μεταρρυθμίσεων (κανονιστική ρύθμιση στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, εργασιακές σχέσεις, ιδιωτικοποιήσεις, μη εξυπηρετούμενα δάνεια κ.λπ.), αλλά και
–     στη δημοσιονομική διαχείριση.
Όμως διαπιστώνονται και πολλά εμπόδια που πρέπει να υπερκεραστούν κατ’ αρχάς ως το τέλος του τρέχοντος προγράμματος προσαρμογής (μνημονίου) τον Αύγουστο 2018.   
Σημειώνουμε ακόμα ότι έχουν ψηφισθεί για το 2019 και 2020 μέτρα προσαρμογής του ασφαλιστικού και της φορολογίας (μείωση του αφορολόγητου) και δημοσιονομικοί στόχοι (πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% ετησίως) ως το 2021.
Αυτό το δεσμευτικό πλαίσιο θα εμπλουτιστεί κατά πάσα πιθανότητα με περαιτέρω στοιχεία τους επόμενους μήνες.
Οι τράπεζες π.χ. έχουν ετοιμάσει ένα πρόγραμμα πλειστηριασμών για τους επόμενους μήνες και τα χρόνια μετά το τέλος του μνημονίου.
Θα υπάρξουν επίσης σημαντικές εκκρεμότητες που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη στους σχεδιασμούς της «επόμενης μέρας» καθώς η οικονομική πολιτική μας θα παρακολουθείται σε κάθε περίπτωση από τους θεσμούς και τις αγορές.
Η κυβέρνηση έχει επίσης δεσμευθεί να επεξεργασθεί σε συνεννόηση με τους θεσμούς και να ενστερνισθεί πλήρως μία συνολική (comprehensive) αναπτυξιακή στρατηγική.
Αυτό σημαίνει μέτρα και μεταρρυθμίσεις σε περιοχές πολιτικής από τις οποίες εξαρτάται η ανάπτυξη» επισημαίνεται μεταξύ άλλων στην έκθεση.

Αδιευκρίνιστο τι θα συμβεί μετά το τέλος του προγράμματος
«Παρά τις συμβατικές δεσμεύσεις και το γεγονός ότι η κυβέρνηση εφαρμόζει εν πολλοίς το τρίτο πρόγραμμα προσαρμογής (μνημόνιο) που επικαιροποιήθηκε τρεις φορές (2016, 2017, 2018), παραμένει αδιευκρίνιστο τι θα συμβεί μετά το τέλος του προγράμματος.
Όπως πρόσφατα τόνισε ο αναπληρωτής υπουργός οικονομικών Γ. Χουλιαράκης, είναι υπαρκτό το ενδεχόμενο επανόδου στις παλιές κακές δημοσιονομικές συνήθειες και συνεπώς «δεν είναι  μικρός ο κίνδυνος ενός δημοσιονομικού παραστρατήματος», καθώς το 2019 θα είναι εκλογικό έτος.
Επίσης, δεν πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες σχετικά με το μέγεθος και τη διάρκεια της κατανόησης των εταίρων για κάποιες αποκλίσεις από τους στόχους που έχουν τεθεί π.χ. στο ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων ή για τις δυνατότητες της ΕΚΤ να διευκολύνει την έξοδο στις αγορές διατηρώντας το waiver ακόμα και αν οι ελληνικοί τίτλοι δεν αξιολογούνται καταλλήλως από τις αγορές.   
Η ελληνική κυβέρνηση έχει δεσμευτεί για την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος προσαρμογής και θα εκφράσει τις προθέσεις της όσον αφορά στην επιστροφή του ΔΝΤ σε επιστολή προς το Ταμείο, υπογεγραμμένη από τις ελληνικές αρχές» αναφέρεται στην έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλή.
Επιπλέον, τονίζεται ότι «η κυβέρνηση πάντως δρομολόγησε με το «πολυνομοσχέδιο», που ψηφίσθηκε από τη Βουλή στις 15 Ιανουαρίου 2018 (Ν. 4512, ΦΕΚ 5/Α/17.01.2018), ουσιαστικά δύο δέσμες μέτρων».
«Η μία αφορά στην εφαρμογή των όρων για την εκταμίευση των προβλεπόμενων δόσεων.
Οι συζητήσεις ανέδειξαν και τις δυσκολίες μας να «ενστερνισθούμε» την οικονομική φιλοσοφία του μνημονίου.
Η δεύτερη δέσμη όμως περιέχει πάσης φύσης «διευθετήσεις» για τις περισσότερες από τις οποίες το ΓΛΚ δεν μπορούσε να κάνει κάποια πρόβλεψη των δημοσιονομικών επιπτώσεών τους, πράγμα που παραπέμπει στη διαχρονική παθογένεια της ελληνικής πολιτικής ζωής.
Προς το παρόν, διαπιστώνουμε ότι το 2017 η οικονομία επί τέλους ανακάμπτει, μολονότι ο ρυθμός μεγέθυνσης είναι συγκριτικά μικρότερος σε σχέση με τον μέσο ρυθμό της Ευρωζώνης, αλλά και με τις προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί.
Έχει προηγηθεί μια διετία ήπιας ύφεσης, που επηρεάστηκε από τις πολιτικές εξελίξεις το πρώτο εξάμηνο του 2015 και από την καθυστέρηση της πρώτης και δεύτερης αξιολόγησης το 2016.
Η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης στις 15 Ιουνίου 2017, δημιούργησε, παρά τις καθυστερήσεις, προϋποθέσεις για τη μείωση της αβεβαιότητας και τη σταθεροποίηση και ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Η ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης, όταν αυτό συμβεί, θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο τις τάσεις ανάκαμψης.
Όμως, τα έγγραφα που κοινοποιήθηκαν στους υπουργούς και η απόφαση του Eurogroup της 22ας Ιανουαρίου 2018 υπογράμμισαν όχι μόνον όσα επιτεύχθηκαν μέχρι σήμερα, αλλά και ποιες εκκρεμότητες έμειναν.
Υπενθύμισαν επίσης βασικά θεσμικά ελλείμματα της χώρας που θα πρέπει να εξαλειφθούν για να περάσει σε τροχιά διατηρήσιμης ανάπτυξης» επισημαίνει η έκθεση, η οποία υπογραμμίζει ότι «ένα από τα μεγαλύτερα και συστηματικότερα λάθη των κυβερνήσεων των τελευταίων ετών ήταν η υποτίμηση του ρόλου της αβεβαιότητας στην οικονομία».
«Το λάθος αυτό εντάθηκε στα χρόνια των μνημονίων, δηλαδή από το 2010 και μετά.
Την αβεβαιότητα τροφοδοτούσαν οι συνεχείς διαπραγματεύσεις και αναζητήσεις «ισοδυνάμων» για να γίνουν τροποποιήσεις, οι ασάφειες σε φορολογικά ζητήματα, οι ανασχεδιασμοί στο ασφαλιστικό, οι ασάφειες στην κατεύθυνση των ιδιωτικοποιήσεων, των εργασιακών ρυθμίσεων κ.ά.
Εκτός από την πρωτοφανή ύφεση, την αβεβαιότητα επίσης τροφοδοτούσε η απουσία ενστερνισμού του προγράμματος από τις ελληνικές αρχές, καθώς η οικονομική του φιλοσοφία (που έρχεται σε σύγκρουση με παραδοσιακές αντιλήψεις για το ρόλο του κράτους και της αγοράς) συχνά αμφισβητείτο στην πράξη.
Ενδεικτικά σημειώνουμε ότι η άρση της αβεβαιότητας θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη των καταθετών στο τραπεζικό σύστημα και θα οδηγήσει στην άρση όλων των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων.
Σήμερα, οι εναπομείναντες περιορισμοί είναι μεν σαφώς χαλαρότεροι, δεν παύουν όμως να δημιουργούν προβλήματα.
Η ύπαρξη και μόνο πολιτικών κατά παράβαση της βασικής ευρωπαϊκής αρχής της ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων αποτελεί εστία αβεβαιότητας που επηρεάζει αρνητικά τις επενδυτικές αποφάσεις, παρά την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας.

Ενθαρρυντικές οι ενδείξεις στην οικονομία το δ’ τρίμηνο του 2017
Οι περισσότερες ενδείξεις του τελευταίου τριμήνου του 2017 και του πρώτου μήνα του νέου έτους είναι ενθαρρυντικές, π.χ. οι τραπεζικές καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, παρουσίασαν σημαντική αύξηση τον Δεκέμβριο του 2017 κατά € 2,54 δισ.
Ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος, βάσει των στοιχείων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τον Δεκέμβριο 2017 ανέκαμψε εκ νέου πάνω από τις 100 μονάδες (101 μονάδες), μετά τον Σεπτέμβριο (100,6 μονάδες).
Ο Γενικός Δείκτης (ΓΔ) Τιμών του Χρηματιστηρίου Αθηνών κατέγραψε σημαντική άνοδο έως το τέλος του τελευταίου τριμήνου του 2017, κλείνοντας το έτος στις 802 μονάδες, ενώ υπήρξε σημαντική περαιτέρω άνοδος και τον πρώτο μήνα του 2018.
Η απόδοση από το δεκαετές ομόλογο του ελληνικού δημοσίου κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2017, βάσει στοιχείων της Τράπεζας της Ελλάδος, σημείωσε σημαντική υποχώρηση, καθώς από το 5,56% τον Σεπτέμβριο, διαμορφώθηκε στο 4,44% τον Δεκέμβριο, που αποτελεί το χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων ετών, λόγω και της εξαιρετικά ευνοϊκής ευρωπαϊκής και διεθνούς συγκυρίας.
Σημειώνεται επίσης, ότι και τον Ιανουάριο του 2018 συνεχίστηκε η καθοδική πορεία και διαμορφώθηκε κάτω από το 4%.
Ωστόσο, για το έτος 2017 το ΥΠΟΙΚ εκτιμά ότι η ανάπτυξη θα είναι της τάξης του + 1,6%, αισθητά χαμηλότερη από τις προβλέψεις του κρατικού προϋπολογισμού του 2017, δηλαδή 2,7%.
Όμως έρχεται μετά από μια νέα «ήπια» ύφεση του 2015 και 2016 ( -0,3% και -0,2 αντίστοιχα).
Η χαμηλότερη εκτίμηση οφείλεται στη μεγάλη καθυστέρηση για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και στη συνακόλουθη έξαρση της αβεβαιότητας, που προκάλεσαν σημαντική μείωση των επενδύσεων.
Αυτό, σε συνδυασμό με τη μεγάλη αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης, αποδυνάμωσε την αρχική της πρόβλεψη.  
Η ανεργία μειώνεται επίσης μολονότι τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της απασχόλησης δεν είναι ικανοποιητικά, όπως βεβαιώνεται από ΕΛΣΤΑΤ και ΕΡΓΑΝΗ.
Όμως, το στοιχείο που προβληματίζει είναι ότι δημιουργούνται πάρα πολλές νέες θέσεις εργασίας με χαμηλή αμοιβή και υψηλή ανασφάλεια» τονίζει η έκθεση.

Η έξοδος στις αγορές δεν σηματοδοτεί το τέλος της διαδρομής
Σύμφωνα με την έκθεση, ένα σημαντικό αποτέλεσμα που δρομολογήθηκε από το κλείσιμο της δεύτερης και τρίτης αξιολόγησης, ήταν η έξοδος στις αγορές π.χ. με το άνοιγμα του βιβλίου προσφορών αρχικά για την έκδοση πενταετούς ομολόγου.
«Είναι δύο θετικές εξελίξεις που δημιουργούν προϋποθέσεις για μόνιμη έξοδο στις αγορές στο τέλος του μνημονίου, τον Αύγουστο του 2018.
Ο γενικός στόχος της κυβέρνησης, όπως έχει εκφραστεί από τον ίδιο τον πρωθυπουργό είναι να πετύχει «καθαρή έξοδο στις αγορές», δηλαδή να εξυπηρετεί τα δάνεια της χώρας χωρίς τη διακρατική βοήθεια του ΕΜΣ (και οριακά του ΔΝΤ).
Πρόκειται για ένα θεμιτό στόχο γιατί, αν επιτευχθεί, θα έχει ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, το τέλος της αυστηρής και σε βάθος επιτήρησης που συνοδεύει τα μνημόνια, ενώ θα ανοίξει και τον δρόμο για ελάφρυνση του χρέους.   
Όμως, η έξοδος στις αγορές δεν σημαίνει το τέλος της εποπτείας, δηλαδή την είσοδο σε μια κατάσταση χωρίς δημοσιονομικούς (και άλλους) περιορισμούς, για τους εξής τρεις λόγους:  
1. Η Ελλάδα, ακόμα και αν όλα πάνε καλά, θα υπάγεται στους ισχύοντες για τα κράτη-μέλη περιορισμούς της δημοσιονομικής διακυβέρνησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και ειδικά της Ευρωζώνης.
Η οικονομική διακυβέρνηση της ΕΕ και ακόμη περισσότερο της Ευρωζώνης (Δημοσιονομικό Σύμφωνο) περιορίζει γενικά και σημαντικά τη δημοσιονομική κυριαρχία των κρατών-μελών της.
Συγκροτεί ένα περιβάλλον αυξημένης (αμοιβαίας) εποπτείας που δεν επιτρέπει εξαιρέσεις.
Π.χ. η εισροή πόρων από τα διαρθρωτικά ταμεία θα εξαρτάται από την επίτευξη των μεσοπρόθεσμων στόχων.
Εκτός τούτου, οι χώρες που ολοκλήρωσαν αντίστοιχα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής συνέχισαν να αποτελούν αντικείμενο οικονομικής παρακολούθησης. 
2. Επίσης και συναφώς, η εποπτεία για κράτη-μέλη που έχουν δανειστεί από τον ΕΜΣ προβλέπεται να είναι ενισχυμένη.
Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 472/2013 για την ενίσχυση της οικονομικής και δημοσιονομικής εποπτείας των κρατών μελών στην Ζώνη του Ευρώ προβλέπει στο άρθρο 14 ότι «Τα κράτη μέλη παραμένουν υπό εποπτεία μετά το πρόγραμμα εφόσον δεν έχει εξοφληθεί τουλάχιστον το 75 % της χρηματοδοτικής συνδρομής που έχει ληφθεί από ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη, τον ΕΜΧΣ, τον ΕΜΣ ή το ΕΤΧΣ.
Το Συμβούλιο, μετά από πρόταση της Επιτροπής, μπορεί να παρατείνει τη διάρκεια της άσκησης εποπτείας μετά το πρόγραμμα σε περίπτωση που εξακολουθεί να υπάρχει κίνδυνος για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα του οικείου κράτους μέλους.
Η πρόταση της Επιτροπής θεωρείται ότι έχει εγκριθεί από το Συμβούλιο, εκτός αν το Συμβούλιο αποφασίσει με ειδική πλειοψηφία να την απορρίψει μέσα σε 10 ημέρες από την έγκρισή της από την Επιτροπή».
3. Τέλος, τον ρόλο της «τρόικας» αναλαμβάνουν, με διαφορετική βέβαια μορφή, οι ίδιες οι αγορές.
Στο βαθμό που η οικονομική πολιτική χαρακτηρίζεται από συνέπεια αναφορικά με τους στόχους της (π.χ. δημοσιονομική σταθερότητα), οι αγορές θα ανταμείβουν τη χώρα με αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας και χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού.
Αν όμως οι αγορές διαπιστώσουν ότι οι κυβερνήσεις δεν χαρακτηρίζονται από συνέπεια στην άσκηση οικονομικής πολιτικής (π.χ. εφαρμόζουν πελατειακές πρακτικές για την εξασφάλιση πολιτικού οφέλους), θέτοντας σε κίνδυνο την δημοσιονομική σταθερότητα, οι αγορές θα είναι τιμωρητικές, ανεβάζοντας τα επιτόκια και δυσκολεύοντας ή/και ακυρώνοντας τυχόν πρόσβαση σε δανειακά κεφάλαια.  
Επίσης, η έξοδος στις αγορές δεν ισοδυναμεί με το τέλος της λιτότητας, καθώς η χώρα:  
1. Έχει δεσμευθεί θεσμοθετώντας μια σειρά συγκεκριμένων δημοσιονομικών στόχων για τα χρόνια μετά το 2018: πρωτογενή πλεονάσματα και μέτρα στο ασφαλιστικό σύστημα το 2019 και στη φορολογία το 2020, συνολικά της τάξης του 2% ΑΕΠ προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% ΑΕΠ μέχρι το 2022.  2. Θα πρέπει, στη συνέχεια, να διατηρήσει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2% του ΑΕΠ μέχρι το 2060, τα οποία ενδέχεται να αποδειχθούν ανέφικτα αν η χώρα δεν ακολουθήσει τον δρόμο της διατηρήσιμης ανάπτυξης.
 
Το ζητούμενο είναι η διατηρήσιμη ανάπτυξη. Μπορεί όμως να υπάρξει;
Τα τελευταία οκτώ χρόνια, παρά τα λάθη και τις οπισθοδρομήσεις που έγιναν και εξηγούν, σε μεγάλο βαθμό, το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα-μέλος της ευρωζώνης που παρέμεινε για αρκετά χρόνια σε προγράμματα, έχει επιτευχθεί πρωτοφανής, για τα χρονικά της ΕΕ, αλλά και του ΟΟΣΑ, διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών.
Τα μεγάλα «δίδυμα» ελλείμματα (δημοσιονομικό και ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών) του 2009 εξαλείφθηκαν.
Έχουν επίσης υλοποιηθεί πολλές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας και προϊόντων, καθώς και στη Δημόσια Διοίκηση (π.χ. Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης, δημοσιονομική διαφάνεια, ανεξαρτησία ΕΛΣΤΑΤ και ΑΑΔΕ, ασφαλιστικό σύστημα, Ιδιωτικοποιήσεις), ενώ το τραπεζικό σύστημα έχει μεν υψηλό ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων κυρίως ως αποτέλεσμα της κρίσης, παράλληλα όμως διαθέτει σχετικά υψηλές προβλέψεις και δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας.
Οι βελτιώσεις αυτές είναι μεν αρκετές για να εξασφαλίσουν την βραχυχρόνια ανάκαμψη της οικονομίας αλλά δεν επαρκούν για την επίτευξη μιας μακροχρόνιας, διατηρήσιμης ανάπτυξης.
Το Γ.Π.Κ.Β. θεωρεί ότι αυτό μπορεί να γίνει εάν:
1. Συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις
Το Γ.Π.Κ.Β. από το 2012 μέχρι και σήμερα υποστηρίζει ότι η χώρα χρειάζεται βαθιές τομές (μεταρρυθμίσεις) για να επιστρέψει σε διατηρήσιμη ανάπτυξη, εναρμονισμένες με τις βέλτιστες πρακτικές στις ευρωπαϊκές χώρες. Η χώρα χρειάζεται τις μεταρρυθμίσεις, γιατί αυτές στοχεύουν πρωτίστως (αν και όχι μόνο) στο να βελτιώσουν την οικονομική αποτελεσματικότητα, δηλαδή να επιφέρουν καλύτερη χρήση των διαθέσιμων πόρων και με τον τρόπο αυτό αύξηση του πλούτου. Επιγραμματικά: Αυτό που εξακολουθεί να χρειάζεται η χώρα είναι μια ριζική αλλαγή των συστημάτων κινήτρων και αντικινήτρων, των κανόνων του παιχνιδιού και των θεσμών που τους εφαρμόζουν. Μόνο έτσι θα γίνει εφικτή η υπέρβαση πρακτικών που  λειτουργούν ως τροχοπέδη της ανάπτυξης, ευνοούν διαπλοκές και κάνουν δυνατή μεγάλης έκτασης «προσοδοθηρική» συμπεριφορά που καταδυναστεύει το κοινωνικό σύνολο.13
2. Συνεχιστεί η δημοσιονομική σταθερότητα, με άλλο μίγμα
Η δημοσιονομική σταθερότητα είναι απαραίτητη, όχι γιατί την επιβάλλει η νέα οικονομική διακυβέρνηση της Ευρωζώνης, αλλά γιατί έτσι δημιουργούνται θετικές προσδοκίες που εξασφαλίζουν χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού. Όμως, τα τελευταία χρόνια υπήρξε μια συνεχής αύξηση του φορολογικού βάρους. Η υπερφορολόγηση αποδεικνύεται:  
(α) Με τη σύγκριση των συντελεστών άμεσης και έμμεσης φορολογίας.
Οι Έλληνες είναι πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης στο φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων, στο φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων, καθώς και στον ανώτατο συντελεστή ΦΠΑ.
Τα φορολογικά μας έσοδα μάλιστα κατά 44,5% βασίζονται στην έμμεση φορολογία, όταν στην υπόλοιπη Ευρωζώνη το αντίστοιχο ποσοστό είναι 11,5 μονάδες χαμηλότερο.
Είναι δηλαδή και σε βάρος των φτωχότερων.
Όπως επισημάνθηκε και στην έκθεση του Γ.Π.Κ.Β. επί του σχεδίου Π/Υ του 2018, ο λόγος έμμεσης προς άμεση φορολογία μεγαλώνει συνεχώς από το 2014 και μετά.  
(β) Από τη συνεχή αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών των ιδιωτών προς το δημόσιο που πλέον ξεπερνά το € 1 δισ. το μήνα.
Η εξάντληση της φοροδοτικής ικανότητας έχει οδηγήσει πολλά νοικοκυριά στα όρια της φτώχειας.  
Κατά συνέπεια, το κέντρο βάρους της δημοσιονομικής προσαρμογής θα πρέπει στο μέλλον να μετατεθεί περισσότερο στην περιστολή της κακοδιαχείρισης στο δημόσιο (όπου υπάρχουν ακόμα περιθώρια), στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και στη σταδιακή μείωση των φόρων.
3. Υπάρξει γενναία ρύθμιση του χρέους μακροπρόθεσμα με ταυτόχρονη συζήτηση για το απαιτούμενο ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων
Υπάρχει η δέσμευση των εταίρων για λήψη μέτρων επίλυσης του χρέους μετά το τέλος του προγράμματος, ώστε να εξαλειφθεί μια μεγάλη πηγή αβεβαιοτήτων.
Όσο μεγαλύτερη είναι η ρύθμιση του χρέους, τόσο μικρότερη θα είναι η απαίτηση για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και άρα η πίεση για συνεχή λιτότητα.
Για να το διατυπώσουμε διαφορετικά: Το μέγεθος του χρέους, και ο λόγος Χρέους/ΑΕΠ, επηρεάζουν αρνητικά τους ρυθμούς μεγέθυνσης που βεβαίως, επηρεάζονται αρνητικά και από άλλους παράγοντες.
Καθιστά επιφυλακτικές τις αγορές και αποτρέπει όσους σχεδιάζουν να επενδύσουν στην πραγματική οικονομία.
Όσο δεν ρυθμίζεται, το χρέος θα παραμένει ως «δαμόκλειος σπάθη» πάνω από την ελληνική οικονομία, θα επηρεάζει αρνητικά τις προσδοκίες των οικονομικών παραγόντων και θα εμποδίζει την ανάπτυξη.
4. Χαρτογραφηθεί ένα εθνικό αναπτυξιακό σχέδιο
Ο εθνικός αναπτυξιακός σχεδιασμός χρειάζεται γιατί από τη φύση της η πολιτική οικονομικής προσαρμογής που προβλέπεται στα Μνημόνια δεν περιέχει στοιχεία «κλαδικής αναπτυξιακής» πολιτικής, πράγμα που σημαίνει ότι δεν συνιστά κάποια συγκεκριμένη δομή της ελληνικής οικονομίας ούτε ασχολείται με συγκριτικά πλεονεκτήματα κατά κλάδους που πρέπει να αξιοποιηθούν.
Λόγω της οικονομικής φιλοσοφίας στην οποία στηρίζεται, εμπιστεύεται τις αγορές για να δώσουν τις σχετικές απαντήσεις αφού διαμορφωθούν οι απαραίτητες γενικές (μακροοικονομικές) συνθήκες και εκλογικευθεί η κρατική παρέμβαση.
Αντίθετα, στην ελληνική συζήτηση τέθηκαν ζητήματα ανάπτυξης σε συγκεκριμένους κλάδους παραγωγής αγαθών (μεταποίησης, γεωργίας) και επιλεγμένες υπηρεσίες (τουρισμός, τράπεζες κ.ά.).
Αναμφίβολα ο αναπτυξιακός οδικός χάρτης εξυπηρετεί την ανάγκη για ένα μακροχρόνιο «σχέδιο» ή όραμα για τη δομή της ελληνικής οικονομίας ως το 2025 ή 2030 που θα οργανώνει την κρατική παρέμβαση κατά το βαθμό που είναι αναγκαία και θα προσανατολίζει το ίδιο το κράτος και την επιχειρηματικότητα.
Στο σχέδιο αυτό το κράτος θα έχει τον ρόλο του. Γενικά, η σχετική πολιτική θα πρέπει να είναι εξωστρεφής, να στηρίζεται δηλαδή στα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας (πραγματικά και δυνητικά!) και στην καινοτομία ώστε η ανάπτυξη να εξαρτάται λιγότερο από την εσωτερική ζήτηση.
Θα πρέπει να έχει ως βασικό άξονα τη δημιουργία νέων και διατηρήσιμων θέσεων εργασίας, με φιλόδοξους στόχους, με συγκεκριμένες δράσεις, με σαφές χρονοδιάγραμμα και με δημοκρατικό έλεγχο και λογοδοσία για την επίτευξη αυτών των στόχων.
5. Υπάρξει συναίνεση και συνεννόηση
Η συναίνεση είναι απαραίτητη για να υπάρξουν οργανωμένες εθνικές προσπάθειες προσαρμογής στο μεταβαλλόμενο ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον.
Καμία χώρα που ήταν σε πρόγραμμα δεν κατάφερε να βγει από την κρίση, χωρίς να διαθέτει μια αποφασισμένη ηγεσία και ένα ελάχιστο συναίνεσης, χωρίς δηλαδή να έχει αποκαταστήσει ένα πνεύμα εθνικής και κοινωνικής συνεννόησης για να πετύχει τους στόχους της.

googlenews

Ακολουθήστε το financialreport.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

close menu