Οικονομία

Γραφείο Προϋπολογισμού Βουλής: Εντός δημοσιονομικού χώρου τα θετικά μέτρα για την οικονομία

Η οικονομία διατηρεί τη θετική δυναμική της και το 2019 ενώ τα θετικά μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση βρίσκονται εντός δημοσιονομικού χώρου, σύμφωνα με την έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή για το πρώτο τρίμηνο του 2019.
Αναλυτικότερα, το Πρόγραμμα Σταθερότητας προβλέπει δημοσιονομικό χώρο 0,6% του ΑΕΠ για το 2019, ενώ η συνολική επίπτωση των πρόσφατων μέτρων θα είναι κοντά στο 0,55% του ΑΕΠ (στοιχεία από τις εκθέσεις του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους).
Η τριμηνιαία έκθεση του ΓΠΚΒ επισημαίνει ότι οι πρόσφατες δημοσιονομικές επιδόσεις της χώρας ενισχύουν την αξιοπιστία στην οικονομική πολιτική και τη δημοσιονομική διαχείριση, όπως άλλωστε αποτυπώνεται και στην μείωση των αποδόσεων των τίτλων του ελληνικού δημοσίου και την πιστοληπτική αναβάθμιση της Ελλάδας από τον οίκο αξιολόγησης DBRS.
Αναλυτικότερα, η Ελλάδα κατέγραψε το υψηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης (4,4% του ΑΕΠ) και το πέμπτο υψηλότερο συνολικό πλεόνασμα (1,1% του ΑΕΠ, συμπεριλαμβανομένων των τόκων δημοσίου χρέους) επιβεβαιώνοντας την ικανότητα της ελληνικής οικονομίας να παράγει υψηλά και διατηρήσιμα πλεονάσματα.
Σύμφωνα με το ΓΠΚΒ, τα επεκτατικά μέτρα αναμένεται να επιδράσουν θετικά στην ιδιωτική κατανάλωση και θα τονώσει την ανάπτυξη αλλά προειδοποίησε ότι «δεν θα πρέπει να υπάρχει η εσφαλμένη εντύπωση ότι η αντιστάθμιση θα είναι πλήρης και τα επεκτατικά μέτρα είναι αυτοχρηματοδοτούμενα».
Συνεπώς, τονίζει η έκθεση, η επίπτωσή τους θα πρέπει να ληφθεί υπόψη τόσο στην κατάρτιση των προϋπολογισμών όσο και του μεσοπρόθεσμου προγράμματος για να διασφαλιστεί η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων.
Το Πρόγραμμα Σταθερότητας που κατέθεσε η χώρα στην ΕΕ προβλέπει διατήρηση των πρωτογενών και συνολικών πλεονασμάτων για τα επόμενα χρόνια καθώς και την ύπαρξη δημοσιονομικού χώρου της τάξης του 0,6% του ΑΕΠ για το 2019.
Οι προβλέψεις αυτές αναθεωρούνται εκ των πραγμάτων μετά την ψήφιση μιας σειράς επεκτατικών μέτρων που περιλαμβάνουν τη μείωση του ΦΠΑ σε επεξεργασμένα τρόφιμα, εστίαση, ηλεκτρικό ρεύμα και φυσικό αέριο, την αναμόρφωση των συντάξεων χηρείας, την καταβολή ειδικού συνταξιοδοτικού επιδόματος (13η σύνταξη) και τη δυνατότητα ρύθμισης σε 120 δόσεις των οφειλών προς την εφορία, τα ασφαλιστικά ταμεία και την τοπική αυτοδιοίκηση. Η συνολική επίπτωση των μέτρων για το 2019, σύμφωνα με τις εκθέσεις του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, είναι κοντά στο 0,55% του ΑΕΠ και μπορεί να καλυφθεί από τον προβλεπόμενο δημοσιονομικό χώρο.
Αξίζει να αναφερθεί ότι όλες οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις, τόσο οι επεκτατικές όσο και οι περιοριστικές, έχουν αναδιανεμητικές συνέπειες καθώς επιδρούν διαφορετικά σε επιμέρους ομάδες του πληθυσμού.
Με δεδομένο ότι ο δημοσιονομικός χώρος είναι εξ’ ορισμού πεπερασμένος, κάθε κυβέρνηση επιλέγει πώς θα κατανείμει το όφελος ή το βάρος μεταξύ των κοινωνικών ομάδων.
Τα πρόσφατα επεκτατικά μέτρα ευνοούν κατά κύριο λόγο τους συνταξιούχους αλλά και τους συναλλασσόμενους στις αγορές αγαθών που μειώνεται ο ΦΠΑ. Ειδικά για το δεύτερο, η κατανομή του οφέλους μεταξύ καταναλωτών και παραγωγών θα εξαρτηθεί από την επίπτωση στις τελικές τιμές των αγαθών, η οποία με τη σειρά της εξαρτάται από τις συνθήκες που επικρατούν σε κάθε αγορά. Θεωρητικά, όσο περισσότερο μειωθούν οι τιμές, τόσο μεγαλύτερο όφελος θα καταλήξει στους καταναλωτές ενώ αντίθετα, αν οι τιμές δεν μειωθούν το όφελος θα καταλήξει στους παραγωγούς.
Σημειώνεται, τέλος, ότι τα επεκτατικά μέτρα αναμένεται να επιδράσουν θετικά στην ιδιωτική κατανάλωση η οποία, κατά το μέρος που δεν καταλήξει σε εισαγωγές, θαενισχύσει τον ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης.
Αυτό θα αντισταθμίσει εν μέρει το δημοσιονομικό τους κόστος, ωστόσο δεν θα πρέπει να υπάρχει η εσφαλμένη εντύπωση ότι η αντιστάθμιση θα είναι πλήρης και τα επεκτατικά μέτρα είναι αυτοχρηματοδοτούμενα.
Με δεδομένο τον μόνιμο χαρακτήρα τους, η επίπτωσή τους θα πρέπει να ληφθεί υπόψη στην κατάρτιση του μεσοπρόθεσμου προγράμματος και των ετήσιων προϋπολογισμών ώστε να διασφαλιστεί η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.

ΑΕΠ και συνιστώσες

ύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η ελληνική οικονομία παρουσίασε θετικό ρυθμό μεγέθυνσης 1,9% το 2018 σε σχέση με το 2017 (1,9% ήταν και ο ρυθμός μεγέθυνσης στην Ευρωζώνη), διατηρώντας τη θετική πορεία τoυ προηγούμενου έτους.
Ο ρυθμός μεγέθυνσης του 2017 αναθεωρήθηκε προς τα πάνω στο 1,5%.
Με βάση τα στοιχεία για το τελευταίο τρίμηνο του 2018 η ελληνική οικονομία παρουσίασε θετικό ρυθμό μεγέθυνσης 1,6% το τέταρτο τρίμηνο του 2018 σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2017 (έναντι 1,2% στην Ευρωζώνη).
Ο ρυθμός μεγέθυνσης του τρίτου τριμήνου αναθεωρήθηκε προς τα κάτω στο 2,1%.
Η αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας με βάση τα ετήσια στοιχεία οφείλεται κυρίως στη θετική επίδοση των Εξαγωγών (+8,7%) και στην άνοδο της Ιδιωτικής Κατανάλωσης (+1,1%). Αντίθετα, οι Επενδύσεις κατέγραψαν πτώση (-12,2%), όπως και η Δημόσια Κατανάλωση (-2,5%).
Αρνητική συμβολή στο ΑΕΠ είχε η αύξηση των Εισαγωγών (+4,2%).

Η μείωση των επενδύσεων για το σύνολο του 2018 οφείλεται κατά κύριο λόγο στις κατηγορίες του εξοπλισμού μεταφορών και των λοιπών κατασκευών, οι οποίες μεταβλήθηκαν κατά -43% και -23% αντίστοιχα σε σχέση με το 2017. Αντίθετα, οι υπόλοιπες κατηγορίες επενδύσεων παρουσίασαν θετική μεταβολή κατά το 2018 (Κατοικίες 15%, μεταλλικά προϊόντα και μηχανήματα 16%, αγροτικά προϊόντα 4% και άλλα προϊόντα 1%).
Με βάση τα στοιχεία του τελευταίου τριμήνου του 2018 η μείωση των επενδύσεων οφείλεται στις κατηγορίες μεταφορικός εξοπλισμός και οπλικά συστήματα και λοιπές κατασκευές, οι οποίες μεταβλήθηκαν κατά -72,50% και -36,55% σε ετήσια βάση αντίστοιχα.
Σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο η μεταβολή ήταν -65,20% και -26,68% αντίστοιχα.
Αντίθετα, θετική μεταβολή σε ετήσια βάση παρουσίασαν κατά το τέταρτο τρίμηνο του έτους οι κατηγορίες Κατοικίες (32,32%), Εξοπλισμός Πληροφορικής και Επικοινωνίας (11,76%), Μηχανολογικός Εξοπλισμός και Οπλικά Συστήματα (5,28%) και αγροτικά προϊόντα (3,62%).
Αναφορικά με τους βραχυχρόνιους δείκτες, ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος (Economic Sentiment Index, ESI) διαμορφώθηκε στο 100,8 τον Μάιο του 2019, μειωμένος σε σχέση με τον Μάιο του 2018 (103,6) αλλά αυξημένος σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα (100,3).
Ο Δείκτης Βιομηχανικής Παραγωγής παρουσίασε την περίοδο Ιανουαρίου-Μαρτίου 2019 αύξηση κατά 1,4% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019, κυρίως λόγω της αύξησης παραγωγής ηλεκτρισμού (+2,5%) και της μεταποίησης (+1,7%).
Ο Δείκτης Κύκλου Εργασιών στο Λιανικό Εμπόριο του Φεβρουαρίου 2019 παρουσίασε μείωση σε ετήσια βάση κατά 2,3% ενώ σε εποχιακά διορθωμένους όρους αυξήθηκε κατά 1,0% σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα.
Ο Δείκτης Όγκου στο Λιανικό Εμπόριο κατά τον ίδιο μήνα μειώθηκε κατά 3,3% σε ετήσια βάση, ενώ σε εποχιακά διορθωμένους όρους αυξήθηκε κατά 0,4% σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα.
Τέλος, ο Δείκτης Υπευθύνων Προμηθειών στη Μεταποίηση (PMI) διαμορφώθηκε στις 56,6 μονάδες τον Απρίλιο του 2019, αυξημένος σε σχέση με τον Μάρτιο του ίδιου έτους (54,7).
Ο δείκτης κατέγραψε συνεχόμενη αύξηση από τον Ιούνιο του 2017.
Η ραγδαία βελτίωση της επίδοσης του ελληνικού μεταποιητικού τομέα, η οποία ήταν η καλύτερη που έχει καταγραφεί από τον Ιούνιο του 2000, ήταν αποτέλεσμα της εντονότερης ζήτησης από τους πελάτες του εσωτερικού και του εξωτερικού και του μεγαλύτερου όγκου νέων παραγγελιών.
Με βάση τα ανωτέρω, η ανάκαμψη της Ελληνικής οικονομίας αναμένεται να συνεχιστεί, παρά την αυξημένη αβεβαιότητα στο εξωτερικό περιβάλλον και την επιβράδυνση της Ευρωζώνης.
Ο πίνακας 2 συνοψίζει τις επίσημες προβλέψεις για το 2019.
Οι κίνδυνοι για την ελληνική οικονομία συνδέονται με την αβεβαιότητα που αφορά την παγκόσμια οικονομία καθώς μια περαιτέρω επιβράδυνση στην παγκόσμια ανάπτυξη ενδέχεται να έχει αρνητικές επιπτώσεις και στον εγχώριο ρυθμό μεγέθυνσης μέσω των εξαγωγών.
Αντίστοιχα, η αστάθεια στις διεθνείς κεφαλαιαγορές θα μπορούσε να επιβραδύνει την προσδοκώμενη υποχώρηση του κόστους δανεισμού για το Ελληνικό Δημόσιο και συνακόλουθα για τον ιδιωτικό τομέα.

Ρευστότητα

Ο συνολικός δανεισμός του ιδιωτικού τομέα (επιχειρήσεις και νοικοκυριά) από τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα συνεχίζει την καθοδική του πορεία.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, τον Απρίλιο του 2019 το υπόλοιπο των δανείων ήταν 161,07 δις ευρώ, μειωμένο κατά 17,66 δις ευρώ (9,88%) σε ετήσια βάση και κατά 7,94 δις ευρώ (4,70%) σε τριμηνιαία βάση.
Αναφορικά με τις καταθέσεις επιχειρήσεων και νοικοκυριών, τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος καταγράφουν το ποσό των 134,69 δις ευρώ τον Απρίλιο του 2019, αυξημένο κατά 7,71 δις ευρώ (6,1%) σε ετήσια βάση και αυξημένο κατά 1,76 δις ευρώ (1,32%) σε τριμηνιαία βάση.
Συνέπεια της βελτιωμένης ρευστότητας των τραπεζών ήταν και η βελτίωση της ρευστότητας της ιδιωτικής οικονομίας, όπως μετριέται από τις ακαθάριστες ροές νέων δανείων (δηλαδή, το σύνολο δανείων τακτής λήξης χωρίς την αφαίρεση των αποπληρωμών εκ μέρους των δανειοληπτών).
Οι ροές νέων δανείων το δωδεκάμηνο μέχρι και τον Μάρτιο του 2019, είναι αυξημένες (12.277 εκατ. ευρώ) σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2018 (8.967 εκατ. ευρώ).
Τα νέα δάνεια προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις αυξήθηκαν (από 7.406 εκατ. ευρώ σε 10.707 εκατ. ευρώ) ενώ τα άλλα νέα δάνεια (στεγαστικά, καταναλωτικά, ελεύθεροι επαγγελματίες) αυξήθηκαν ελαφρώς (από 1.562 σε 1.570 εκατ. ευρώ).

Πληθωρισμός

πληθωρισμός (ετήσια ποσοστιαία μεταβολή του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή) ανήλθε στο 1,1% τον Απρίλιο του 2019 σύμφωνα με τα στοιχεία της EUROSTAT, αυξημένος σε σχέση με τον Απρίλιο του 2018 (0,5%), αλλά και σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα (1,0%).

Ο «πυρήνας» του πληθωρισμού (δεν περιλαμβάνει την ενέργεια και τα μη επεξεργασμένα τρόφιμα), παραμένει ιδιαίτερα χαμηλός, στο 0,7%, καθώς η ελληνική οικονομία βρίσκεται
ακόμα κάτω από την παραγωγική της δυναμικότητα. Στην Ευρωζώνη ο εναρμονισμένος δείκτης του Απριλίου ήταν στο 1,7% ενώ ο «πυρήνας» του πληθωρισμού στο 1,4%.

Ετήσιο αποτέλεσμα 2018

ο επίσημο δημοσιονομικό αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης για το 2018 σε όρους ESA 2010 ήταν 1.991 εκατ. ευρώ, ή 1,1% του ΑΕΠ. Είναι η τρίτη χρονιά που η χώρα καταγράφει συνολικό πλεόνασμα (συμπεριλαμβανομένων των τόκων δημοσίου χρέους) τουλάχιστον από το 1995 που υπάρχουν αξιόπιστα δημοσιονομικά στοιχεία. Το πρωτογενές πλεόνασμα (χωρίς τους τόκους δημοσίου χρέους) έφτασε τα 8.149 εκατ. ευρώ, ή 4,4% του ΑΕΠ σε όρους ESA. Σύμφωνα με τη μεθοδολογία της ενισχυμένης εποπτείας3 το πρωτογενές πλεόνασμα ήταν 7.928 εκατ. ευρώ, ή 4,3% του ΑΕΠ.

Η καλύτερη του αναμενομένου πορεία των δημοσιονομικών μεγεθών για τέταρτο συνεχόμενο έτος δείχνει ότι η δημοσιονομική σταθερότητα έχει επιτευχθεί με διατηρήσιμο τρόπο. Αυτό είναι κρίσιμος παράγοντας δημιουργίας θετικών προσδοκιών και περιορισμού της αβεβαιότητας για την μελλοντική πορεία της οικονομίας και οδηγεί στην αποκλιμάκωση των επιτοκίων δανεισμού επιτρέποντας την επιστροφή της χώρας στις διεθνείς αγορές. Επιπλέον, παρότι το άμεσο αποτέλεσμα της δημοσιονομικής προσαρμογής ήταν η αφαίρεση πόρων από την ιδιωτική οικονομία, η βελτίωση της εμπιστοσύνης που προκάλεσε συνεισέφερε στην επικράτηση γενικότερων συνθηκών ομαλότητας που ωφέλησε εμμέσως και την ιδιωτική οικονομική δραστηριότητα.

Δημοσιονομικά στοιχεία πρώτου τριμήνου 2019

ύμφωνα με την εκτίμηση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, το Ενοποιημένο Πρωτογενές Αποτέλεσμα Γενικής Κυβέρνησης με προσαρμογές το πρώτο τρίμηνο του 2019 εμφανίζεται μειωμένο κατά 79 εκατ. ευρώ σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους.
Ο Κρατικός Προϋπολογισμός παρουσιάζει μειωμένο ταμειακό πρωτογενές αποτέλεσμα κατά 436 εκατ. ευρώ σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Στην πλευρά των εσόδων, εμφανίζονται μειωμένα τα φορολογικά έσοδα4 κατά 518 εκατ. ευρώ και τα έσοδα του ΠΔΕ κατά 178 εκατ. ευρώ.
Στην πλευρά των δαπανών του Κρατικού Προϋπολογισμού παρατηρείται αύξηση κατά 1.094 εκατ. ευρώ σε σχέση με το αντίστοιχο πρώτο τρίμηνο του προηγούμενου έτους, η οποία αποδίδεται στην αύξηση των πρωτογενών δαπανών κατά 146 εκατ. ευρώ, στην αύξηση των δαπανών για τόκους κατά 751 εκατ. ευρώ και στην αύξηση των δαπανών ΠΔΕ κατά 197 εκατ. ευρώ.
Αναφορικά με τους υπόλοιπους υποτομείς της Γενικής Κυβέρνησης, τα Νομικά Πρόσωπα εμφανίζουν αυξημένα έσοδα κατά 47 εκατ. ευρώ και μειωμένες δαπάνες κατά 4 εκατ. ευρώ, καταλήγοντας σε ένα ταμειακό πρωτογενές πλεόνασμα αυξημένο κατά 53 εκατ. σε σχέση με πέρσι. Η αύξηση των εσόδων των Νομικών Προσώπων οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αύξηση των μεταβιβάσεων από τον Κρατικό Προϋπολογισμό κατά 170 εκατ. ευρώ.
Οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης καταγράφουν μειωμένα έσοδα κατά 137 εκατ. ευρώ και μειωμένες δαπάνες κατά 167 εκατ. ευρώ, με συνέπεια το πρωτογενές αποτέλεσμά τους να είναι αυξημένο κατά 28 εκατ. ευρώ σε σχέση με πέρυσι. Η μείωση των εσόδων των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης οφείλεται κυρίως στις μειωμένες μεταβιβάσεις από τον Κρατικό Προϋπολογισμό κατά 141 εκατ. ευρώ.
Οι Οργανισμοί Κοινωνικής Ασφάλισης καταγράφουν μειωμένα έσοδα κατά 69 εκατ. ευρώ και αυξημένες δαπάνες κατά 111 εκατ. ευρώ, με συνέπεια τη μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος κατά 179 εκατ. ευρώ σε σχέση με το 2018. Η μείωση των εσόδων των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης οφείλεται κυρίως στη μείωση των μεταβιβάσεων από τον Κρατικό Προϋπολογισμό κατά 221 εκατ. ευρώ σε σχέση με τον αντίστοιχο τρίμηνο του 2018, ενώ οι ασφαλιστικές εισφορές αυξήθηκαν κατά 125 εκατ. ευρώ (το τελευταίο δεν φαίνεται στη συνοπτική ταξινόμηση του Πίνακας 5).
Τέλος, η μεγαλύτερη αύξηση των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων της Γενικής Κυβέρνησης κατά 176 εκατ. ευρώ το τρίμηνο Ιανουαρίου-Μαρτίου του 2019 έναντι μικρότερης αύξησης κατά 106 εκατ. ευρώ το αντίστοιχο τρίμηνο του 2018 είχε μεγαλύτερη αρνητική επίπτωση στο πρωτογενές αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης το 2019.

Ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις δημοσίου

Οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του δημοσίου προς τους ιδιώτες διακρίνονται στις ληξιπρόθεσμες δαπάνες για αγορά αγαθών και υπηρεσιών από τους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης και στις εκκρεμείς επιστροφές φόρων.

Στο πρώτο τρίμηνο του 2018 καταγράφηκε αύξηση των συνολικών ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων σε ετήσια βάση κατά 176 εκατ. ευρώ. Ειδικότερα, σε σύγκριση με τον Δεκέμβριο του 2018 οι ληξιπρόθεσμες οφειλές αυξήθηκαν κατά 265 εκατ. ευρώ φτάνοντας τα 1.790 εκατ. ευρώ και οι εκκρεμείς επιστροφές φόρων μειώθηκαν κατά 89 εκατ. ευρώ στα 417 εκατ. ευρώ. Σημειώνουμε ωστόσο ότι η αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών στους πρώτους μήνες κάθε έτους είναι σύνηθες εποχικό φαινόμενο και οφείλεται στις καθυστερήσεις έγκρισης και διαχείρισης των προϋπολογισμών των φορέων.

Ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις φορολογουμένων

ο συνολικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο6 στο τέλος του πρώτου τριμήνου του 2019, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΑΑΔΕ, διαμορφώθηκε στα 104,3 δις ευρώ, αυξημένο κατά 2,67 δις ευρώ σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του 2018. Ωστόσο σε σύγκριση με το τέλος του 2018 διαπιστώνεται μείωση του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου κατά 49,81 εκατ. ευρώ.
Αυτή η μείωση οφείλεται στο γεγονός ότι στη διάρκεια του πρώτου τριμήνου οι εκροές από το συνολικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο, δηλαδή οι εισπράξεις και διαγραφές ληξιπρόθεσμων οφειλών (2,27 δις ευρώ), ήταν περισσότερες από τις εισροές, δηλαδή τη δημιουργία νέων ληξιπρόθεσμων οφειλών7 (2,22 δις ευρώ).
Παράλληλα, μείωση παρουσιάζει και το «πραγματικό» ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο, δηλαδή το συνολικό υπόλοιπο μετά την αφαίρεση των οφειλών οι οποίες χαρακτηρίζονται ως ανεπίδεκτες είσπραξης. Ειδικότερα, το πραγματικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο την 1/4/2019 ανήλθε στα 86,05 δις ευρώ, μειωμένο κατά 1,48 δις ευρώ σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του 2018 και κατά 209 εκατ. ευρώ σε σχέση με το τέλος του 2018.
Εξετάζοντας την πορεία του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου κατά το πρώτο τρίμηνο του 2019 σε μηνιαία βάση διαπιστώνουμε ότι τον Ιανουάριο (στοιχεία κατά την 1/2/2019) αυξήθηκε κατά 329,38 εκατ. ευρώ σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα. Το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης προέρχεται από τον ΦΠΑ, λόγω της λήξης της προθεσμίας καταβολής της δόσης της τελευταίας περιοδικής δήλωσης του 2018. Ωστόσο τον Φεβρουάριο (στοιχεία κατά την 1/3/2019) το συνολικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο μειώθηκε κατά 42,61 εκατ. ευρώ, γεγονός που αποδίδεται σε εισπράξεις και διαγραφές που αφορούν σε οφειλές φόρων εισοδήματος και περιουσίας, καθώς και σε δικαστικά έξοδα. Τον Μάρτιο (στοιχεία κατά την 1/4/2019) η μείωση του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου ήταν μεγαλύτερη σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα (336,57 εκατ. ευρώ). Το μεγαλύτερο μέρος της μείωσης εντοπίζεται στην κατηγορία εισοδήματος και περιλαμβάνει εκτός από τις εισπράξεις και σημαντικό ποσό διαγραφών.

Όσον αφορά στη σύνθεση του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου, τα μη φορολογικά έσοδα (49,4 δις ευρώ) αποτελούν τη σημαντικότερη πηγή (47,4%), εκ των οποίων το μεγαλύτερο μέρος (33,7 δις ευρώ) αφορά σε πρόστιμα ΚΒΣ. Σημαντικό είναι επίσης το ύψος των έμμεσων φόρων (29,2 δις ευρώ), οι οποίοι αποτελούν το 28% του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου με βασικότερη κατηγορία αυτή του ΦΠΑ (23,1 δις ευρώ). Παράλληλα, από τους άμεσους φόρους (22,8 δις ευρώ) πηγάζει το 21,8% του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου με κύριες κατηγορίες αυτές του εισοδήματος (19,2 δις ευρώ) και της περιουσίας (2,7 δις ευρώ). Στα θετικά στοιχεία του πρώτου τριμήνου του 2019 περιλαμβάνεται η περαιτέρω μείωση του ρυθμού δημιουργίας νέων ληξιπρόθεσμων, αφού τα νέα ληξιπρόθεσμα της περιόδου 1/12/2018-28/2/2019 ανέρχονται σε 2,6 δις ευρώ, παρουσιάζοντας μείωση κατά 919,5 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με το αντίστοιχο χρονικό διάστημα του προηγούμενου έτους.
Παράλληλα συνεχίζεται και σε αυτό το τρίμηνο, σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους, η αύξηση των εκροών από το συνολικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο, δηλαδή του αθροίσματος των εισπράξεων και των διαγραφών. Ειδικότερα, το εν λόγω άθροισμα αυξήθηκε κατά 441,5 εκατ. ευρώ σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του 2018, γεγονός ωστόσο που οφείλεται στην αύξηση των διαγραφών κατά 560,1 εκατ. ευρώ. Αντίθετα στο πρώτο τρίμηνο του 2019 σημειώθηκε μείωση των εισπράξεων επί των συνολικών ληξιπρόθεσμων οφειλών κατά 118,6 εκατ. ευρώ σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2018.
Στο σημείο αυτό αξίζει να επισημανθεί ότι το ποσοστό του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου που είναι ρυθμισμένο διαμορφώθηκε την 1/4/2019 στο 3,3%, δηλαδή στο ίδιο περίπου επίπεδο που βρισκόταν τέσσερα χρόνια πριν (2,9% την 1/4/2015), ενώ παρουσιάζει συνεχή πτωτική πορεία από την 1/8/2015 που βρισκόταν στο 7,6% και μετά. Σημειώνεται ότι το υψηλό ποσοστό ρυθμισμένου ληξιπρόθεσμου υπολοίπου κατά την 1/8/2015 οφείλεται στη δυνατότητα που είχε δοθεί στους οφειλέτες βάσει του ν.4321/2015 (32 Α΄) να ρυθμίσουν τα χρέη τους με ιδιαιτέρως ευνοϊκούς όρους. Έκτοτε οι εν λόγω οφειλές είτε αποπληρώνονται σταδιακά, είτε τίθενται εκτός ρύθμισης λόγω μη αποπληρωμής δόσεων, ενώ παράλληλα λιγότερες οφειλές εντάσσονται σε ρύθμιση.
Με το Μέρος Β’ του ν.4611/2019 (73 Α΄) δίνεται η δυνατότητα στους οφειλέτες να ρυθμίσουν τις ληξιπρόθεσμες οφειλές τους. Ο αριθμός των μηνιαίων δόσεων για τα φυσικά και τα νομικά πρόσωπα ή οντότητες μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα δύναται να φτάσει έως και τις 120 και καθορίζεται βάσει του συνολικού εισοδήματος του οφειλέτη και του ύψους της ρυθμιζόμενης οφειλής. Επίσης για τα νομικά πρόσωπα ή οντότητες κερδοσκοπικού χαρακτήρα χορηγείται δυνατότητα ρύθμισης των οφειλών τους σε μέχρι 36 δόσεις σε ορισμένες κατηγορίες οφειλών. Οι ανωτέρω διατάξεις αναμένεται να αυξήσουν το ποσοστό των ρυθμισμένων οφειλών, καθώς διευκολύνουν τους φορολογούμενους στην αποπληρωμή των οφειλών τους. Τα αποτελέσματά τους ωστόσο θα γίνουν φανερά κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2019, οπότε θα έχει παρέλθει η ισχύουσα καταληκτική προθεσμία υπαγωγής στη ρύθμιση.

Αναφορικά με τον συνολικό αριθμό των οφειλετών, στο πρώτο τρίμηνο του 2019 παρατηρείται αύξηση κατά 32.251 πρόσωπα (φυσικά και νομικά) σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του 2018 με αποτέλεσμα να διαμορφώνεται στους 3.940.098 οφειλέτες. Η αύξηση του αριθμού των οφειλετών προέρχεται κυρίως από τους οφειλέτες με χρέη μικρότερα από 500 ευρώ, ενώ μείωση παρατηρείται στον αριθμό εκείνων που οφείλουν μεταξύ 500 και 10.000 ευρώ.

Σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο παρατηρείται μείωση του αριθμού των οφειλετών κατά 124.652, με αποτέλεσμα τη σταδιακή αποκλιμάκωση του συγκεκριμένου μεγέθους στο πλαίσιο της εποχικότητας. Εξετάζοντας τη μηνιαία εξέλιξη του αριθμού των οφειλετών διαπιστώνεται ότι τον Ιανουάριο το πλήθος των οφειλετών αυξήθηκε κατά 59.447 πρόσωπα σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα, ενώ τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο σημειώθηκε μείωση κατά 118.424 και 65.675 οφειλέτες αντίστοιχα.
Ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις ασφαλισμένων
Από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με την 1η Τριμηνιαία Έκθεση Προόδου Έτους 2019 του ΚΕΑΟ, το σύνολο των ληξιπρόθεσμων ασφαλιστικών οφειλών στο τέλος του πρώτου τριμήνου του έτους διαμορφώθηκε στα 35.358 εκατ. ευρώ8, δηλαδή παρουσίασε αύξηση κατά 572 εκατ. ευρώ σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο, εκ των οποίων 180 εκατ. ευρώ αφορούν σε αύξηση στις κύριες οφειλές.
Η ανωτέρω αύξηση οφείλεται αφενός στην ένταξη νέων οφειλών και στην αύξηση των πρόσθετων τελών για τους οφειλέτες που είναι ήδη ενταγμένοι στο ΚΕΑΟ και αφετέρου στην εισαγωγή 52.206 νέων οφειλετών με συνολικές οφειλές ύψους 179 εκατ. ευρώ. Ως εκ τούτου, ο συνολικός αριθμός των οφειλετών διαμορφώθηκε στο τέλος του Μαρτίου στους 1.422.629, αυξημένος σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο κατά 15.568 οφειλέτες.
Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι σύμφωνα με το Κεφάλαιο Α΄ του Μέρους Α΄ του ν.4611/2019 (73 Α΄) δίνεται η δυνατότητα ρύθμισης των οφειλών προς τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης σε έως και 120 μηνιαίες δόσεις. Οι εν λόγω διατάξεις αναμένεται να διευκολύνουν τους οφειλέτες στην αποπληρωμή των οφειλών τους και συγχρόνως να αυξήσουν το ύψος των οφειλών που έχουν υπαχθεί σε καθεστώς ρύθμισης. Ωστόσο, δεδομένου ότι η προβλεπόμενη προθεσμία υπαγωγής στη ρύθμιση λήγει στις 30.9.2019, τα συνολικά αποτελέσματα των συγκεκριμένων διατάξεων θα μπορέσουν να αξιολογηθούν κατά το τελευταίο τρίμηνο του έτους.

Δημόσιο χρέος

Οι αποδόσεις των δεκαετών τίτλων

αρά τις αβεβαιότητες στις διεθνείς αγορές, οι αποδόσεις των δεκαετών τίτλων του ελληνικού κράτους παρουσίασαν πτωτική πορεία, ακολουθώντας αυτή των αντίστοιχων τίτλων της Ιταλίας και των άλλων χωρών. Συγκεκριμένα η τάση είναι σταθερά πτωτική από τις 20/11/2018, όπου καταγράφηκε και η υψηλότερη τιμή (4,69%) από τις αρχές του 2018. Αυτή η ευνοϊκή συγκυρία φαίνεται να διατηρείται για τις αποδόσεις των δεκαετών τίτλων που στις 30/4/2019 παρουσίαζαν απόδοση 3,37%.


Ωστόσο, οι αποδόσεις των ελληνικών τίτλων παραμένουν σημαντικά υψηλότερες από τις αποδόσεις αντίστοιχων τίτλων των λοιπών χωρών της Ευρωζώνης. Η διαφορά από τους γερμανικούς τίτλους, από 364 μονάδες βάσης στις αρχές του 2018, έχει διαμορφωθεί στις 335,6 στο τέλος Απριλίου του 2019, ενώ η διαφορά από τους πορτογαλικούς τίτλους έχει διαμορφωθεί στις 225,4 από 209,7 μονάδες βάσης.
Η διαφορά από τους ιταλικούς τίτλους έχει μειωθεί από τις 201 μονάδες βάσης στην αρχή του 2018 στις 81,4 μονάδες, και οφείλεται τόσο στην αύξηση των αποδόσεων των ιταλικών τίτλων όσο και στη μείωση των ελληνικών. Η διαφορά από τους ισπανικούς τίτλους έχει μειωθεί στις 237 μονάδες βάσης, από 251 στην αρχή του 2018.

Στοιχεία εκτέλεσης προϋπολογισμού κοινωνικής ασφάλισης Α’ τριμήνου 2019

εκτέλεση του προϋπολογισμού των ασφαλιστικών ταμείων για το πρώτο τρίμηνο του έτους 2019 εμφανίζει μειωμένο πλεόνασμα σε σχέση με το 2018 κατά 544 εκατ. ευρώ, καθώς τα έσοδα είναι μειωμένα κατά 358 εκατ. ευρώ και οι δαπάνες αυξημένες κατά 186 εκατ. ευρώ.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού των ασφαλιστικών ταμείων για το πρώτο τρίμηνο 2019, τα έσοδα από εισφορές και ρυθμίσεις οφειλών συγκρινόμενα με τα αντίστοιχα μεγέθη του 2018, είναι βελτιωμένα κατά 84 εκατ. ευρώ, ενώ οι μεταβιβάσεις από τον κρατικό προϋπολογισμό μειωμένες κατά 198 εκατ. ευρώ. Οι εισπράξεις υπέρ τρίτων είναι αυξημένες κατά 4 εκατ. ευρώ και τα λοιπά έσοδα μειωμένα κατά 248 εκατ. ευρώ.
Οι δαπάνες για την καταβολή συντάξεων (κύριων και επικουρικών) είναι μειωμένες κατά 115 εκατ. ευρώ, οι άλλες παροχές και εφάπαξ μειωμένες κατά 102 εκατ. ευρώ, οι αποδόσεις προς τρίτους είναι αυξημένες κατά 226 εκατ. ευρώ και οι λοιπές δαπάνες αυξημένες κατά 176 εκατ. ευρώ.
Στο τέλος του πρώτου τριμήνου 2019 ο ΕΦΚΑ καταβάλλει 2.743.781 συντάξεις (που αντιστοιχούν σε 2.513.705 συνταξιούχους), αριθμός μειωμένος σε σχέση με τον Δεκέμβριο 2018 που ήταν 2.761.535 (και αντιστοιχούσε σε 2.529.974 συνταξιούχους). Ο συνολικός αριθμός των εκκρεμών αιτήσεων συνταξιοδότησης αυξήθηκε στο τέλος Μαρτίου 2019 σε 97.337 (94.033 το τέλος Μαρτίου 2018) με εκτιμώμενη δαπάνη περίπου 379,6 εκατ. ευρώ (περίπου 353,5 εκατ. ευρώ τον Μάρτιο 2018), ενώ οι ληξιπρόθεσμες9 αιτήσεις κύριας σύνταξης στον ΕΦΚΑ μειώθηκαν από10 73.919 στο τέλος Μαρτίου 2018 (εκτιμώμενη δαπάνη 353,5 εκατ. ευρώ) σε 44.443 στο τέλος Μαρτίου 2019 (εκτιμώμενη δαπάνη περίπου 205 εκατ. ευρώ). Αντίστοιχα, στο ΕΤΕΑΕΠ ο αριθμός των ληξιπρόθεσμων αιτήσεων επικουρικής σύνταξης μειώθηκε από 85.568 στο τέλος Δεκεμβρίου 2018 (εκτιμώμενη δαπάνη περίπου 180 εκατ. ευρώ) σε 41.462 (εκτιμώμενη δαπάνη περίπου 77 εκατ. ευρώ) στο τέλος Μαρτίου 2019.

Τράπεζες

Σύμφωνα με την πρόσφατη Έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, οι ελληνικές τράπεζες το προηγούμενο έτος βελτίωσαν σημαντικά τις συνθήκες ρευστότητάς τους μέσω της σταδιακής αύξησης του υπολοίπου των καταθέσεων και της αυξημένης πρόσβασης στη διατραπεζική αγορά έναντι εξασφαλίσεων.
Η εξέλιξη αυτή επέτρεψε τον ουσιαστικό μηδενισμό της χρηματοδότησής τους από τον έκτακτο μηχανισμό ρευστότητας (ELA) μέσα στο πρώτο τρίμηνο του 2019, ενώ η κεφαλαιακή επάρκειά τους κρίνεται ικανοποιητική. Εξακολουθεί όμως το ελληνικό τραπεζικό σύστημα να αντιμετωπίζει το σοβαρό πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ), ενώ συνεχίζονται οι προσπάθειες μείωσής τους. Το πρόβλημα των ΜΕΑ είναι οξύτερο όσον αφορά στα δάνεια προς ελεύθερους επαγγελματίες, μικρές επιχειρήσεις και καταναλωτές.
Σύμφωνα με την ίδια έκθεση, οι ελληνικές τράπεζες σημείωσαν αξιόλογη πρόοδο στη μείωση των ΜΕΑ, τα οποία διαμορφώθηκαν στο τέλος Δεκεμβρίου 2018 σε 81,8 δις ευρώ, μειωμένα κατά περίπου 12,7 δις συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου του 2017. Η υποχώρηση αυτή οφείλεται κυρίως σε διαγραφές ύψους 5,9 δις ευρώ και πωλήσεις ύψους 5,8 δις ευρώ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, τον Δεκέμβριο του 2018 ο λόγος των ΜΕΑ προς το σύνολο των δανείων παρέμεινε σε υψηλό επίπεδο (45,4%). Ως προς τους επιμέρους δείκτες, το ποσοστό των ΜΕΑ διαμορφώθηκε σε 44,5% για τα στεγαστικά δάνεια, σε 53% για τα καταναλωτικά και σε 44,6% για τα επιχειρηματικά. Στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο των ΜΕΑ, το ποσοστό των ελεύθερων επαγγελματιών και πολύ μικρών επιχειρήσεων όσο και των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων παραμένει ιδιαίτερα υψηλό και διαμορφώνεται σε 67,4% και 57,5% αντίστοιχα, ενώ σαφώς μικρότερο (25,8%) είναι το αντίστοιχο ποσοστό για τις μεγάλες επιχειρήσεις.

Στο τέλος Δεκεμβρίου του 2018, το υπόλοιπο των ΜΕΑ που συνδέονται με ρυθμίσεις ανερχόταν σε 30,7 δις ευρώ, στο 37,6% του συνόλου των ΜΕΑ. Στόχος είναι το ύψος των ΜΕΑ στο τέλος του 2021 να μειωθεί σε 34,1 δις ευρώ, δηλαδή 21,2% του συνόλου, το οποίο εν τούτοις απέχει πολύ από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο που είναι χαμηλότερος του 4%.
3.4. Αποκρατικοποιήσεις
ο πρόγραμμα των αποκρατικοποιήσεων του πρώτου τριμήνου του 2019 ολοκληρώθηκε σύμφωνα με τον προγραμματισμό του ΤΑΙΠΕΔ. Με βάση τις επίσημες ανακοινώνεις του Ταμείου υπήρξαν οι ακόλουθες εξελίξεις:
Τον Ιανουάριο:
 Εγκρίθηκε η σύσταση επενδυτικών συμπράξεων από το ΤΑΙΠΕΔ για την πώληση ποσοστού 50,1% στο μετοχικό κεφάλαιο των ΕΛΠΕ από τους προεπιλεγέντες υποψηφίους.
Τον Φεβρουάριο έγιναν οι ακόλουθες δράσεις:

Υποβλήθηκαν τρεις δεσμευτικές προσφορές για την παραχώρηση του δικαιώματος χρήσης και εκμετάλλευσης της Μαρίνας Αλίμου για 40 χρόνια, για πρώτη φορά μέσω ηλεκτρονικής δημοπρασίας (e-Auction).
 Ολοκληρώθηκε η διαδικασία της χρονικής επέκτασης κατά 20 χρόνια της Σύμβασης Παραχώρησης του Διεθνούς Αεροδρομίου Αθηνών «Ελευθέριος Βενιζέλος» με την καταβολή του τιμήματος των 1,4 δισ. ευρώ (συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ) από την εταιρεία «Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών Α.Ε.» (ΔΑΑ). Το ΤΑΙΠΕΔ εκτιμά ότι τα έσοδα για το ελληνικό δημόσιο την 20ετή περίοδο ενδέχεται να υπερβούν τα 6 δισ. ευρώ, ενώ οι επενδύσεις σε έργα εντός και εκτός αεροδρομίου θα ανέλθουν σε 2,9 δισ. ευρώ.
Τον Απρίλιο ολοκληρώθηκαν οι ακόλουθες ενέργειες:

Ολοκληρώθηκε η πώληση και μεταβίβαση του 100% του μετοχικού κεφαλαίου της ΕΕΣΤΥ στην ΤΡΑΙΝΟΣΕ, θυγατρική της Ferrovie Dello Stato Italiane S.p.A., έναντι συνολικού τιμήματος 22 εκατ. ευρώ.
 Επιλέχθηκε ως προτιμητέος επενδυτής για την παραχώρηση του δικαιώματος χρήσης και εκμετάλλευσης της μαρίνας Αλίμου για περίοδο 40 ετών η «Άκτωρ Παραχωρήσεις ΑΕ» έναντι τιμήματος 57,5 εκατ. ευρώ (καθαρή παρούσα αξία). Η συνολική αξία της συμφωνίας υπερβαίνει τα 177 εκατ. ευρώ ενώ η «Άκτωρ Παραχωρήσεις ΑΕ» θα υλοποιήσει επενδύσεις ύψους 50 εκατ. ευρώ εντός της επόμενης πενταετίας.

googlenews

Ακολουθήστε το financialreport.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

close menu