Επιχειρήσεις

Φάκελος Finansbank – Η «πανηγυρική» λήξη μιας αμφιλεγόμενης επένδυσης

Ο εφιάλτης της προσπάθειας πώλησης της Finansbank από την Εθνική έκλεισε, με τη διοίκηση να κλείνει έναν άκρως αμφιλεγόμενο κύκλο παρουσίας στη γείτονα χώρα.

Μια επένδυση που κόστισε πάνω από 6 δισ. ευρώ (μαζί με τις συναλλαγματικές αναταράξεις), πουλήθηκε 2,7 δισ. συν την αποπληρωμή ομολογιακού ύψους 830 εκατ.

Έτσι τίθενται ορισμένα κρίσιμα ερωτήματα για τις καθυστερήσεις της διαδικασίας. Tο εγχείρημα της αύξησης κεφαλαίου που απαιτήθηκε, το υψηλό τίμημα εξαγοράς, η ταυτότητα της εξαγορασθείσας τράπεζας και οι παράμετροι στη γείτονα χώρα καθώς και ο ρόλος των ασφαλιστικών ταμείων προκάλεσαν σοβαρές επιφυλάξεις.

Μπορεί η πώληση της Finansbank να βελτιώνει τους κεφαλαιακούς δείκτες της Εθνικής, όμως πόσο κερδισμένη βγήκε η ελληνική τράπεζα από αυτήν την επένδυση; Η αλήθεια είναι ότι η Εθνική δεν έλαβε στα 9 χρόνια επένδυσης ούτε 1 ευρώ μέρισμα, καθώς όλα τα κέρδη μετατρέπονταν σε αποθεματικό και ενίσχυαν κεφαλαιακά την Finansbank.

Επίσης, η κεφαλαιοποίηση της Finansbank είχε φθάσει ακόμη και τα 14 δισ. δολάρια το 2009 για να μειωθεί στα 6,4 δισ. δολάρια το 2012 και στα 3 δισ. δολάρια το 2013. Το τρέχον έτος, η κεφαλαιοποίηση της τουρκικής τράπεζας ξεπέρασε τα 6 δισ. ευρώ, ενώ σωρευτικά από το 2007 έως το 9μηνο του 2015 η Finansbank πέτυχε κέρδη 3,5 δισ. ευρώ, ήτοι μια ετήσια ροή 400 εκατ.

Για να φτάσει στο χθεσινό αποτέλεσμα όμως η Εθνική, πέρασε δια πυρός και σιδήρου. Το βασικό πρόβλημα ήταν η τουρκική λίρα ή το τουρκικό χρηματιστήριο, παράγοντες που «έπαιξαν» αρκετές φορές με τους σχεδιασμούς της ελληνικής διοίκησης.

Ήδη από τις αρχές του 2013 διεθνείς αναλυτές είχαν προειδοποιήσει για τα νομίσματα των αναπτυσσόμενων χωρών εξαιτίας της επικείμενης σταδιακής άρσης των μέτρων στήριξης της αμερικανικής οικονομίας από τη Fed. Μάλιστα, οι εκτιμήσεις αυτές επιβεβαιώθηκαν με τον πιο γλαφυρό τρόπο.

Κι εδώ έρχονται οι από το 2006 εκτιμήσεις του τότε προέδρου του ΣΜΕΧΑ, κ. Αλέξανδρου Μωραϊτάκη, ο οποίος απαντώντας στη Βουλή σε σχετικές ερωτήσεις για την εξαγορά της Εθνικής Τράπεζας στην Τουρκία από βουλευτές, υποστήριξε ότι η ιστορία αποδεικνύει ότι υπάρχουν πολλοί κίνδυνοι οικονομικοί (αστάθεια, υποτιμήσεις, συμπεριφορά της τουρκικής κεντρικής τράπεζας) και πολιτικοί (Πατριαρχείο, διωγμός Ελλήνων από την Κωνσταντινούπολη, Κυπριακό, υφαλοκρηπίδα, «βαθύ κράτος») και ως εκ τούτου το εγχείρημα ενσωματώνει αυτούς τους κινδύνους.

Όπως είχε αναφέρει ο επικεφαλής της Nuntius και τότε Πρόεδρος του ΣΜΕΧΑ, που κλήθηκε ως τεχνοκράτης στη Βουλή, οι κίνδυνοι που θα αντιμετώπισε η Εθνική ήταν και συναλλαγματικοί καθώς η τουρκική λίρα είναι “επιρρεπής” στη διολίσθηση, επιπλέον υπάρχουν επιτοκιακοί κίνδυνοι καθώς υπάρχει η πιθανότητα αύξησης των επιτοκίων, και πολιτικοί κίνδυνοι λόγω της πολιτικής ασάφειας στην γειτονική χώρα.

Ειδικότερα, όπως είχε πει ο κ. Μωραϊτάκης, “τα ίδια κεφάλαια των μετόχων της Εθνικής ανέρχονται σε περίπου 3,128 δισ. ευρώ (σύμφωνα με τον ισολογισμό του 2005) ή περίπου 4 δισ. δολάρια (τα ίδια κεφάλαια μαζί με τα δικαιώματα μειοψηφίας και τα υβριδικά κεφάλαια ανέρχονται σε 4,316 δις. ευρώ). Το τίμημα για την εξαγορά του 90% της Finansbank μπορεί να φθάσει τα 4,160 δις. δολάρια και 76 εκ. δολάρια για προμήθειες αναδοχών και συμβολαίων. Δηλαδή το τίμημα αναλογεί στο 100% των υφιστάμενων ιδίων κεφαλαίων των μετόχων της Τράπεζας. Η Εθνική, επειδή δεν έχει τη ρευστότητα να χρηματοδοτήσει την εξαγορά προχωρεί σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, το ύψος της οποίας μπορεί να φθάσει τα 3 δις. ευρώ. Σε αυτή την περίπτωση τα ίδια κεφάλαια της Εθνικής θα ανέλθουν σε 6,128 δις. ευρώ (7,78 δις. δολάρια) και το τίμημα των 4,160 δις. δολαρίων θα αντιστοιχεί δηλαδή στο 53% των νέων ιδίων κεφαλαίων της Εθνικής μετά την αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου.

Οι επισημάνσεις του κ. Μωραϊτάκη το 2006 αποδείχθηκαν ακριβείς την ώρα που η γειτονική χώρα ντιμετωπίζει ακριβώς τα προαναφερθέντα προβλήματα. Και μάλιστα, αυτά έχουν ενταθεί τους τελευταίους μήνες, “προσγειώνοντας” την οικονομία σε πιο ρεαλιστικά επίπεδα σε σχέση με την εποχή που επακολούθησε της ανάκαμψης με τη βοήθεια του ΔΝΤ.

Άλλωστε, όπως ανέφερε ο Τύπος της εποχής, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα (αρχές 2006), που η διοίκηση Τ. Αράπογλου διαπραγματευόταν την απόκτηση της Finansbank, έγινε διαπραγμάτευση για την αγορά της τουρκικής τράπεζας Denizbank, από τη γαλλοβελγική Τράπεζα Dexia. Το τίμημα για την εξαγορά της συγκεκριμένης τράπεζας, η οποία έχει ανάλογο μέγεθος με τη Finansbank, ήταν χαμηλότερο κατά 80% από το τίμημα που πλήρωσε η ΕΤΕ. Άλλωστε, μέχρι τις 22.6.2006 η υποτίμηση της τουρκικής λίρας έναντι του δολαρίου ανήλθε σε 22%, και ως εκ τούτου η χρηματιστηριακή αξία της Finansbank διαμορφώθηκε σε 4.510 εκατ. δολ., δηλαδή η πραγματική αξία της τράπεζας είναι σήμερα κατά ένα δισεκατομμύριο δολάρια μικρότερη από την ημέρα της συμφωνίας της εξαγοράς.

Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι περίπου 3 χρόνια μετά την εξαγορά της Finansbank από την Εθνική, ο Χοσνού Οζιεγκίν, ιδρυτής της τουρκικής τράπεζας, σε μια εξομολογητική συνέντευξη στην εφημερίδα Zaman, παραδέχτηκε ότι ούτε ο ίδιος πίστευε το υψηλό τίμημα που πρόσφερε το 2006 η Εθνική, αρχικά για το 46% των μετοχών της Finansbank (2,8 δισ. δολάρια). «Η πρώτη αντίδρασή του ήταν ότι «αυτό είναι απίστευτο». Ύστερα από αυτήν την πώληση ο Οζιεγκίν έγινε μέλος της «λέσχης των πλουσίων», ενώ είχε υπηρετήσει σε ταπεινές θέσεις επί χρόνια». Μέχρι τώρα κανείς δεν έχει ερευνήσει τους λόγους για αυτό το τόσο υψηλό τίμημα.

Παράλληλα, το 2010, Ομέρ Αράς, πρόεδρος της τουρκικής τράπεζας είχε δηλώσει ότι “δεν έχει γίνει μεταφορά κερδών από την τουρκική τράπεζα Finansbank προς την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ. Ούτε μία λίρα. Όλα τα κέρδη θα επανεπενδύονται στην Τουρκία”.

Ουσιαστικά η Finansbank δεν λειτουργησε ποτέ ως υποκατάστημα της Εθνικής. Λειτούργησε στην Τουρκία ως τουρκική τράπεζα. Την έλεγχε το Συμβούλιο Ελέγχου Τραπεζών, και αναπτύσσεται με τους όρους του τραπεζικού τομέα στην Τουρκία.

Βέβαια, η Finansbank είχε εξασφαλίσει στην Εθνική όχι μόνο υψηλές αποδόσεις, αλλά  ουσιαστικά, μετά την “κατάρρευση” της Ελλάδας, της έχει επιτρέψει να επιβιώσει.

Η διοίκηση της Εθνικής, κλήθηκε να πάρει μια απόφαση σταθμίζοντας πολλούς παράγοντες. Την ώρα που οι ελληνικές τράπεζες αναδιπλώνονται από τα Βαλκάνια και τις άλλες ξένες χώρες, η “απομόνωση” σε μία καταρρέουσα ελληνική αγορά θα πρέπει να αντισταθμιστεί με όλα τα δεδομένα στο τραπέζι.

Η αξιολόγηση του Standard & Poor’s

Ο οίκος Standard & Poor’s αξιολόγησε χτες τη νύχτα ότι η πώληση της τουρκικής θυγατρικής  θα έχει θετικό αλλά ήπιο αντίκτυπο στους δείκτες αξιολόγησης κεφαλαιακής επάρκειας του οίκου, με τον σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο δείκτη κεφαλαίου της ΕΤΕ, με βάσει τα στοιχεία της 14ης Δεκεμβρίου, να βελτιώνονται κατά περίπου 80 μονάδες βάσης στο 4,1%.

Έτσι, η συναλλαγή είναι “rating neutral” διότι η αξιολόγηση της Εθνικής Τράπεζας (Selective default) αντανακλά την άποψη ότι η τράπεζα εξακολουθεί να να μην είναι σε θέση να εκπληρώσει πλήρως τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις καταθέσεις σε εύθετο χρόνο, λόγω της επιβολής κεφαλαιακών ελέγχων στην Ελλάδα.

googlenews

Ακολουθήστε το financialreport.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

close menu