Οικονομία

Eurobank: Αναγκαία η ενίσχυση της δυναμικής των ελληνικών εξαγωγών

Το γεγονός ότι οι ελληνικές εξαγωγές εμπορευμάτων από το 2009 και έπειτα δεν επέστρεψαν στο αναπτυξιακό μονοπάτι της προ κρίσης (2009) περιόδου μπορεί να ερμηνευτεί σε έναν βαθμό από την παρόμοια συμπεριφορά που ακολούθησε το πραγματικό ΑΕΠ στην Ευρωζώνη.

Το τελευταίο στοιχείο είναι πολύ σημαντικό, καθώς μια ενδεχόμενη παρατεταμένη στασιμότητα στην οικονομία της Ευρωζώνης μπορεί να αποτελέσει τροχοπέδη για τη δυναμική των ελληνικών εξαγωγών.

Αυτό αναφέρει στην εβδομαδιαία ανάλυσή της η Eurobank, η οποία διαπιστώνει ότι μέχρι και το τέλος του 2008 οι ελληνικές εξαγωγές εμπορευμάτων ακολούθησαν ένα μονοπάτι σχετικά ομοιόμορφων ποσοστιαίων ρυθμών μεταβολής (αύξηση).

Αυτή η πορεία διακόπηκε απότομα το 2009 κυρίως λόγω της γενικευμένης χρηματοπιστωτικής κρίσης η οποία προκάλεσε τη συρρίκνωση του πραγματικού ΑΕΠ (οπότε και των εισοδημάτων) στην πλειοψηφία των εμπορικών εταίρων της ελληνικής οικονομίας.

Η εν λόγω διαταραχή είχε μακροπρόθεσμο χαρακτήρα καθώς οι ελληνικές εξαγωγές εμπορευμάτων δεν κατόρθωσαν να επιστρέψουν – τουλάχιστον μέχρι σήμερα – στο προ κρίσης (2009) αναπτυξιακό τους μονοπάτι.

Ωστόσο, έπειτα από την αρχική απότομη πτώση συνέχισαν να αναπτύσσονται μέχρι και το 3ο τρίμηνο 2012 με ποσοστιαίους ρυθμούς μεταβολής παρόμοιους (κατά μέσο όρο) με εκείνους της περιόδου 2003-2008.

Παράγοντες οι οποίοι μπορούν να ερμηνεύσουν αυτήν την πορεία είναι η ενίσχυση της εγχώριας ανταγωνιστικότητας (π.χ. μεγάλη (μικρή) πτώση της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας σε όρους μοναδιαίου κόστους εργασίας (σε όρους ΕνΔΤΚ)) και η σχετική ανάκαμψη που παρατηρήθηκε στις οικονομίες των εμπορικών εταίρων.

Το 10% των πλουσιότερων στην Ελλάδα ελέγχει το 25% του διαθέσιμου εισοδήματος της χώρας

Ο μέσος όρος της κατά κεφαλήν ιδιωτικής κατανάλωσης στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στο 83% του αντίστοιχου μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Στατικής Υπηρεσίας (Eurostat), η ιδιωτική κατανάλωση στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στο 83% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) το 2014. Το αντίστοιχο μέγεθος για το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν ίσο με 72%.

Η ελληνική οικονομία σε όρους κατά κεφαλήν κατανάλωσης (σε ισοδύναμες μονάδες αγοραστικής δύναμης) κατατάσσεται στη 15η θέση ανάμεσα στην ομάδα των 28 χωρών-μελών της ΕΕ. Το υψηλότερο επίπεδο ευημερίας στην ΕΕ καταγράφηκε στο Λουξεμβούργο (40% πάνω του ευρωπαϊκού μέσου όρου), τη Γερμανία (23% πάνω από τον μέσο όρο), την Αυστρία (21% πάνω από τον μέσο όρο), τη Δανία (15% πάνω από τον μέσο όρο), το Βέλγιο, τη Σουηδία, το Ηνωμένο Βασίλειο (14% πάνω από τον μέσο όρο), τη Φινλανδία (13% πάνω από τον μέσο όρο) και τέλος στη Γαλλία και στην Ολλανδία (12% πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε.). Τα χαμηλότερα επίπεδα κατά κεφαλήν κατανάλωσης καταγράφηκαν στη Βουλγαρία (51% κάτω του ευρωπαϊκού μέσου όρου) και ακολουθούν η Κροατία και η Ρουμανία (40-45%), η Εσθονία, η Λετονία και η Ουγγαρία (30-40%).

Σε πρόσφατη έκθεσή του, το ΔΝΤ επισημαίνει πως υπάρχει άμεση συσχέτιση της κατανομής του εισοδήματος μιας χώρας με τους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσής της. Συγκεκριμένα,   αν αυξηθεί το εισόδημα του πιο εύπορου 20% του πληθυσμού κατά μια ποσοστιαία μονάδα, ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης αναμένεται να είναι χαμηλότερος κατά 0,08 ποσοστιαίες μονάδες κατά την επόμενη πενταετία. Αντίθετα, μια αύξηση των εισοδημάτων στο φτωχότερο 20% συνδέεται με μια αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας κατά 0,38 ποσοστιαίες μονάδες.

Σύμφωνα με έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), οι χώρες που μειώνουν την εισοδηματική ανισότητα δεν περιορίζουν μόνο την φτώχεια αλλά αυξάνουν και τους ρυθμούς ανάπτυξής τους. Η έκθεση αυτή βασίζεται σε ένα δείγμα 159 ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών για τη χρονική περίοδο 1980-2012 και χρησιμοποιεί ένα απλό υπόδειγμα (ανάπτυξης) στο οποίο ο ρυθμός ανάπτυξης εξαρτάται από το επίπεδο του κατά κεφαλή ΑΕΠ, το ρυθμό ανάπτυξης κατά προηγούμενες χρονικές περιόδους και από την εισοδηματική ανισότητα.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ, υπάρχει άμεση συσχέτιση της κατανομής του εισοδήματος μιας χώρας με τους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσής της. Συγκεκριμένα, αν το εισόδημα του πιο εύπορου 20% του πληθυσμού αυξηθεί κατά μια ποσοστιαία μονάδα, ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης αναμένεται να είναι χαμηλότερος κατά 0,08 ποσοστιαίες μονάδες τα επόμενα πέντε έτη. Αντίθετα, μια αύξηση των εισοδημάτων στο φτωχότερο 20% συνδέεται με μια αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας κατά 0,38 ποσοστιαίες μονάδες.

Σύμφωνα με τα ευρήματα της έκθεσης, ένας σχετικά χαμηλός βαθμός οικονομικής ανισότητας μπορεί να έχει θετικές επιπτώσεις στην κοινωνική διαστρωμάτωση, καθώς δίνει στους φτωχότερους κίνητρο για αποταμιεύσουν χρήματα και να βελτιώσουν την εισοδηματική τους θέση. Ωστόσο, ένα πολύ υψηλό επίπεδο ανισότητας μπορεί να υπονομεύσει την ανάπτυξη, επιφέροντας μεγάλα κοινωνικά κόστη. Όσο μεγαλύτερη είναι η ανισοκατανομή του εισοδήματος σε μια χώρα, τόσο μικρότερη μπορεί να είναι η παραγωγικότητα, καθώς τα παιδιά των λιγότερο εύπορων οικογενειών δεν έχουν την δυνατότητα να αποκτήσουν εκπαίδευση υψηλής ποιότητας. Επιπλέον, η μεγαλύτερη συγκέντρωση του πλούτου στις υψηλότερες εισοδηματικές ομάδες μπορεί να έχει αρνητική επίδραση στη συνολική ζήτηση και, κατ’ επέκταση, στην ανάπτυξη, καθώς οι πλούσιοι ξοδεύουν μικρότερο μερίδιο των εισοδημάτων τους από ότι οι ομάδες μεσαίων και χαμηλότερων εισοδημάτων.

Σε παρόμοια συμπεράσματα καταλήγει και πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ για την ανισότητα (OECD, “In It Together: Why Less Inequality Benefits All, June 2015), σημειώνοντας ότι η αύξηση των εισοδηματικών ανισοτήτων μπορεί να οδηγήσει σε πτώση της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, τα τελευταία χρόνια έχει σημειωθεί αύξηση της ανισοκατανομής του εισοδήματος παγκοσμίως. Συγκεκριμένα, μεταξύ των 34 χωρών του ΟΟΣΑ το πλουσιότερο 10% του πληθυσμού έχει εισόδημα 9,6 φορές μεγαλύτερο από το εισόδημα του φτωχότερου 10%, ενώ τη δεκαετία του 1980 το πλουσιότερο 10% του πληθυσμού είχε εισόδημα 7,1 φορές μεγαλύτερο από το εισόδημα του φτωχότερου 10%. Όσον αφορά την Ελλάδα, τα στοιχεία της εν λόγω έρευνας είναι απογοητευτικά, καθώς το ποσοστό της φτώχειας έχει αυξηθεί σημαντικά στο 32% το 2013 από 11% το 2007, με το 20% των παιδιών και το 20% των νέων να ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Επιπλέον, τα στοιχεία του ΟΟΣΑ φανερώνουν πως το 10% των πλουσιότερων στην Ελλάδα ελέγχει το 25% του διαθέσιμου εισοδήματος της χώρας, ενώ το 10% των φτωχότερων στη χώρα ελέγχει μόλις το 2% του διαθέσιμου εισοδήματος.

googlenews

Ακολουθήστε το financialreport.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Οικονομία

close menu