H περίοδος κατά την οποία η ΕΚΤ θα μπορέσει να αυξήσει δραματικά τα επιτόκια της φαίνεται πως τελειώνει, τη στιγμή που η ύφεση ολοένα και πλησιάζει.
Παράλληλα, ο πληθωρισμός-ρεκόρ και ο κίνδυνος τη ενεργειακής κρίσης τον φετινό χειμώνα μειώνουν την εμπιστοσύνη τόσο των καταναλωτών όσο και των επενδυτών στην οικονομία της Ευρωζώνης. Τη στιγμή που μακροοικονομικά δεδομένα επιδεινώνονται, τα «γεράκια» που ηγούνται της στρατηγικής σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ έχουν ακόμα λιγότερο χρόνο για να το κάνουν.
Οι αγορές ήδη ποντάρουν πως η ΕΚΤ θα αυξήσει τα επιτόκιά της κατά 75 μ.β. στις δύο επόμενες συνεδριάσεις της τον Οκτώβριο και το Δεκέμβριο, όπως ακριβώς έκανε και τον περασμένο Σεπτέμβριο. Οι κινήσεις της κεντρικής τράπεζας αυτές, όμως, θα αποδειχθούν ακόμη δυσκολότερες το 2023, δεδομένης της μείωσης της ανάπτυξης της οικονομίας από την τρέχουσα σύσφιξη.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΕΚΤ προ λίγων μηνών, η Ευρωζώνη δε θα βυθιστεί σε ύφεση. Όπως είναι προφανές, οι εκτιμήσεις αυτές φαίνεται πως είναι πια απαρχαιωμένες δεδομένων των νέων κινήσεων της ρωσικής κυβέρνησης στην αγορά ενέργειας αλλά και της μείωσης της παραγωγής στην ευρωπαϊκή επικράτεια τους τελευταίους μήνες. Οι πρόσφατες εκτιμήσεις των οικονομικών αναλυτών, μάλιστα, υποδεικνύουν πως η ύφεση είναι αναπόφευκτη.
Η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, έχει υπογραμμίσει πως η δημιουργία ύφεσης δε θα σταματήσει την προσπάθεια της κεντρικής τράπεζας για περιορισμό του πληθωρισμού στο επίπεδο-στόχο του 2%. «Ο κύριος στόχος μας είναι η σταθερότητα των τιμών και πρέπει να τον επιτύχουμε. Εάν δεν το καταφέρουμε θα πλήξουμε την οικονομία πολύ περισσότερο από μία ύφεση», τόνισε η Λαγκάρντ σε πρόσφατες δηλώσεις της.
Διφορούμενες απόψεις
Τα δεδομένα του γ’ τριμήνου όσον αφορά το ΑΕΠ αναμένεται να δημοσιευτούν στις 31 Οκτωβρίου, λίγες ημέρες μετά από την επόμενη συνεδρίαση της ΕΚΤ, ενώ η ύφεση ενδέχεται να «επισημοποιηθεί» τον Ιανουάριο, όταν δημοσιευτούν τα αποτελέσματα του δ’ τριμήνου του 2022.
Μέχρι τότε, όπως όλα δείχνουν, οι περισσότεροι ρυθμιστές θέλουν να αυξήσουν το ουδέτερο επιτόκιο από το σημερινό 0,75% κοντά στο 2%. Για την επίτευξη του στόχου αυτού οι κεντρικοί τραπεζίτες της Λετονίας, Μάρτινς Καζάκς, και της Λιθουανίας, Γκεντιμίνας Σίμκους, έχουν ζητήσει διπλασιασμό των επιτοκίων στο 1,50% αυτό το μήνα. Παρόμοιες είναι οι απόψεις του Φινλανδού κεντρικού τραπεζίτη Όλι Ρεν και του Γερμανού ομολόγου του Γιόακιμ Νάγκελ. O διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Ολλανδίας Κλάας Κνοτ τόνισε πως «χρειαζόμαστε τουλάχιστον δύο ακόμη σημαντικές αυξήσεις επιτοκίων».
Αν και τα στελέχη της ΕΚΤ έχουν αποφύγει τις εκτιμήσεις όσον αφορά το επίπεδο που θα φτάσουν τα επιτόκια αυτά, τα «γεράκια» της κεντρικής τράπεζας τονίζουν πως οι επόμενες αποφάσεις για την αύξησή τους πρέπει να ληφθούν το γρηγορότερο δυνατόν.
Αν και η αύξηση των επιτοκίων δεν αποτελεί τον κύριο λόγο πίσω από την παραπαίουσα κατάσταση της ευρωπαϊκής οικονομίας, οι οποιεσδήποτε αυξήσεις αυτές θα γίνουν εξαιρετικά δύσκολες όσο περισσότερο αυξάνεται η οικονομική πίεση που αντιμετωπίζουν τα νοικοκυριά.
Τα «περιστέρια» της ΕΚΤ έχουν ήδη αρχίσει να αντιδρούν. Ο επικεφαλής οικονομολόγος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Φίλιπ Λέιν έχει τονίσει πως η αύξηση των επιτοκίων πρέπει να περιοριστεί, ενώ ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Πορτογαλίας Μάριο Σεντένο προειδοποιεί πως η υπέρογκη αύξηση των επιτοκίων θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία. Ο Ιταλός κεντρικός τραπεζίτης Ιγνάσιο Βίσκο, από την πλευρά του, υποστηρίζει πως «η υπερβολική και απότομη αύξηση των επιτοκίων θα αυξήσει την πιθανότητα δημιουργίας ύφεσης στην Ευρωζώνη».