Στις αρχές Σεπτεμβρίου, ο αγωγόςNord Stream 1 για το ρωσικό φυσικό αέριο προς την Ευρώπη έκλεισε επ’ αόριστον, δήθεν λόγω προβλημάτων συντήρησης, εξηγεί η Deutsche Bank.Το γεγονός αυτό κλιμάκωσε το σοκ της προσφοράς ενέργειας, προσθέτοντας περαιτέρω δυνητική ανοδική τάση στον πληθωρισμό και καθοδική τάση στην ανάπτυξη.
«Επανεξετάζουμε τις προβλέψεις μας για το ΑΕΠ της Ευρωζώνης από -0,3% σε -2,2%, καθώς τα κανάλια για τη μετάδοση του σοκ της προσφοράς φυσικού αερίου διαφέρουν μεταξύ των μεγάλων οικονομιών στην Ευρώπη», επισημαίνει η τράπεζα.
«Η ΕΕ αντέδρασε επεκτείνοντας την εργαλειοθήκη πολιτικής που μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα κράτη μέλη για να ανακουφίσουν τις πιέσεις στις τιμές της ενέργειας. Ωστόσο, η ζήτηση για ενέργεια πρέπει να μειωθεί και η βασική εκτίμηση που κάναμε τον Ιούλιο για μια ήπια ύφεση αυτόν τον χειμώνα είναι πλέον πολύ καλοπροαίρετη. Επικαιροποιούμε τις μακροοικονομικές μας προβλέψεις για τη ζώνη του ευρώ, ενώ έχουμε ήδη υποβαθμίσει αισθητά τις προσδοκίες μας για το γερμανικό ΑΕΠ στον απόηχο του κλεισίματος του αγωγού. Η Γερμανία είναι η πλέον εκτεθειμένη στον περιορισμό του εφοδιασμού με φυσικό αέριο και μειώσαμε την πρόβλεψή μας για το ΑΕΠ του 2023 από -1% σε πτώση 3%-4%», εξηγεί η γερμανική τράπεζα.
Οι προσδοκίες της τράπεζας για τον γενικό πληθωρισμό βάσει του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) στην Ευρωζώνη το 2022 και το 2023 έχουν μειωθεί κατά μερικά δέκατα σε 8,2% και 6,2% αντίστοιχα, κυρίως λόγω των χαμηλότερων τιμών του πετρελαίου. «Εμείς δεν είχαμε αναθεωρήσει προς τα πάνω τις προβλέψεις κατά τη διάρκεια της εκτίναξης των τιμών της ενέργειας τον Αύγουστο και τα μέτρα της ΕΕ που ανακοινώθηκαν πρόσφατα συμβάλλουν στην αντιστάθμιση αυτής της αύξησης. Οι προβλέψεις μας για τον βασικό ΕνΔΤΚ παραμένουν ουσιαστικά αμετάβλητες στο 3,8% και 4,0% αντίστοιχα», εξηγεί η τράπεζα.
Η Deutsche Bank εκτιμά ότι η ύφεση και η αύξηση των επιτοκίων μπορεί να δοκιμάσουν τη σταθερότητα της Ιταλίας. «Είναι μια δύσκολη απόφαση, αλλά η χρήση του προγράμματος ΤΡΙ της ΕΚΤ δεν είναι η βασική μας θέση. Όσο τα κράτη μέλη συνεχίζουν να συμμορφώνονται με το δημοσιονομικό πρόγραμμα της ΕΕ και τους οικονομικούς κανόνες, η αγορά θα έπρεπε να παραμείνει βέβαιη για το στήριγμα του ΤΡΙ», καταλήγει η τράπεζα.
«Η χαλάρωση του ενεργειακού πληθωρισμού και η βραδύτερη αύξηση του ΑΕΠ θα έπρεπε να έχουν μειώσει τον πυρήνα. Αυτό αντισταθμίζεται από τις περαιτέρω διαταραχές της αλυσίδας εφοδιασμού εν μέσω των δελτίων, της αυστηρής αγοράς εργασίας που διατηρούν τις μισθολογικές πιέσεις και το αδύναμο συναλλαγματικό ισοζύγιο», συνεχίζει η τράπεζα.
«Παρά τη βαθύτερη ύφεση, διατηρούμε την πρόβλεψη ότι το τελικό επιτόκιο της ΕΚΤ θα ανέλθει στο 2,5%. Οι κίνδυνοι είναι αμφίπλευροι. Εάν η ύφεση παρασύρει την απασχόληση και τις προσδοκίες για τον πληθωρισμό περισσότερο από το αναμενόμενο, η αύξηση της ΕΚΤ θα μπορούσε να σταματήσει στο 2% περίπου. Βλέπουμε την ισορροπία των κινδύνων να είναι περισσότερο στραμμένη προς την άνοδο στο 2,5%, δεδομένων των ανησυχιών μας για τον πληθωρισμό και τις επιδράσεις δεύτερου γύρου», εξηγεί η τράπεζα.
Η Deutsche Bank εκτιμά ότι η ύφεση και η αύξηση των επιτοκίων μπορεί να δοκιμάσουν τη σταθερότητα της Ιταλίας. «Είναι μια δύσκολη απόφαση, αλλά η χρήση του προγράμματος ΤΡΙ της ΕΚΤ δεν είναι η βασική μας θέση. Όσο τα κράτη μέλη συνεχίζουν να συμμορφώνονται με το δημοσιονομικό πρόγραμμα της ΕΕ και τους οικονομικούς κανόνες, η αγορά θα έπρεπε να παραμείνει βέβαιη για το στήριγμα του ΤΡΙ», καταλήγει η τράπεζα.