Οικονομία

Alpha Bank: Παραμένουν ευάλωτες η κατανάλωση και η ανεργία στην Ελλάδα

Η διαφαινόμενη ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας στην επιβράδυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη και τη διασφάλισή της από ορισμένους κινδύνους, τονίζει στο εβδομαδιαίο σχόλιό της η Alpha Bank.
Σύμφωνα με τους αναλυτές, οι κίνδυνοι εντοπίζονται γύρω από τα παρακάτω:
Πρώτον, η άνοδος της ιδιωτικής κατανάλωσης και των επενδύσεων μηχανολογικού εξοπλισμού αναμένεται να ενισχύσει τις εισαγωγές, με αποτέλεσμα να υποχωρήσει η συμβολή των καθαρών εξαγωγών στoν ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης και να διευρυνθεί το έλλειμμα του εμπορικoύ ισοζυγίου.
Δεύτερον, η διατήρηση της τρέχουσας ήπιας δυναμικής του ρυθμού μεγέθυνσης ενδέχεται να μην επαρκεί για την ταχύτερη αποκλιμάκωση του ποσοστού ανεργίας.
Ειδικότερα, όπως επισημαίνει η Alpha Bank, παρά την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας και ιδιαίτερα της ευρωπαϊκής, η ελληνική οικονομία διατηρεί το 2019 την ήπια αναπτυξιακή δυναμική που κατέγραψε το προηγούμενο έτος, εξέλιξη η οποία συμβαδίζει με τις επιδόσεις στην αγορά εργασίας.
Σύμφωνα με τα εποχικά προσαρμοσμένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, τον Φεβρουάριο ο αριθμός των απασχολουμένων αυξήθηκε κατά 2,4% σε ετήσια βάση (+ 90,6 χιλ. άτομα), έναντι 0,7% τον αντίστοιχο περυσινό μήνα και το ποσοστό ανεργίας παρέμεινε στα ίδιο περίπου επίπεδο με εκείνο του Ιανουαρίου (18,5%), μειωμένο ωστόσο κατά 2,1 εκατοστιαίες μονάδες σε σχέση με τον Φεβρουάριο του 2018.
Παρά τη βελτίωση, η ανεργία παραμένει στο υψηλότερο επίπεδο σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθιστώντας ζωτικής σημασίας τη συνέχιση και ενίσχυση των πολιτικών οι οποίες θα οδηγήσουν σε περαιτέρω αποκλιμάκωσή της.
Το ποσοστό των ανέργων στο εργατικό δυναμικό προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί κατά μέσο όρο στο 18,5% το 2019, σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (World Economic Outlook, April 2019) και στο 18,2% σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (European Economic Forecast, Spring 2019).  

Στο παρόν δελτίο η Alpha Bank θα εξετάσει τα εξής δύο ερωτήματα:

Πρώτον, ποια είναι τα δομικά στοιχεία της οικονομικής επιβράδυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και γιατί φαίνεται να έχουν σχετικά μικρή αρνητική επίδραση στο ρυθμό μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας;

Δεύτερον, ποια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της δημιουργίας νέων θέσεων απασχόλησης στην ελληνική οικονομία στην παρούσα φάση του οικονομικού κύκλου;
Η διαφαινόμενη αποδυνάμωση του ρυθμού μεγέθυνσης της παγκόσμιας οικονομίας και οι διαταραχές του διεθνούς εμπορίου, ως αποτέλεσμα των λιγότερο ευνοϊκών χρηματοοικονομικών συνθηκών σε διεθνές επίπεδο, του ανερχόμενου προστατευτισμού και της εντεινόμενης αβεβαιότητας γύρω από τις εμπορικές σχέσεις ΗΠΑ – Κίνας, φαίνεται να επηρεάζουν σημαντικά και την ευρωπαϊκή οικονομία.
Σύμφωνα με την πρόσφατα δημοσιευμένη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής “European Economic Forecast, Spring 2019”, ο ρυθμός αύξησης της οικονομικής δραστηριότητας στην Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ-28) επιβραδύνθηκε περαιτέρω στο δεύτερο εξάμηνο του 2018.
Το πραγματικό ΑΕΠ της Ευρωζώνης αυξήθηκε συνολικά κατά 1,9% το 2018 και της ΕΕ-28 κατά 2,0%,  ενώ εκτιμάται ότι θα υποχωρήσουν περαιτέρω το 2019 (Ευρωζώνη: 1,2%, ΕΕ-28: 1,4%).
Η εξέλιξη αυτή οφείλεται στη σχετικά υψηλή εξάρτηση της ευρωπαϊκής οικονομίας από τη διεθνή ζήτηση, αλλά και σε άλλους παράγοντες, ανάμεσα στους οποίους και η αβεβαιότητα που συνδέεται με τις εξελίξεις στο θέμα του Brexit, η άνοδος του ευρωσκεπτικισμού, που ενδέχεται να αποτυπωθεί στις κάλπες των επερχόμενων ευρωεκλογών (Credit Suisse, European Economics EU Parliamentary election, May 2019), οι κοινωνικές εντάσεις στην Γαλλία και η αποδυνάμωση του κλάδου της αυτοκινητοβιομηχανίας.
Ωστόσο, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η αρνητική επίδραση της εξασθένησης της ευρωπαϊκής οικονομικής μεγέθυνσης εκτιμάται ότι θα είναι περιορισμένη για τα βασικά ελληνικά εξαγώγιμα εμπορεύματα, καθώς αυτά χαρακτηρίζονται από χαμηλή εισοδηματική ελαστικότητα.
Επιπλέον, η ενδεχόμενη αρνητική επίδραση στο ύψος των εξαγωγών αναμένεται να αντισταθμισθεί εν μέρει από την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης λόγω της πρόσφατης ανόδου στον κατώτατο μισθό, της αυξητικής προσαρμογής στο ύψος των συντάξεων και της μείωσης των συντελεστών του φόρου προστιθέμενης αξίας στα τρόφιμα, την εστίαση και την ενέργεια.
Η διαφαινόμενη ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας στην επιβράδυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας ωστόσο δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη και τη διασφάλισή της από ορισμένους κινδύνους, οι οποίοι εντοπίζονται γύρω από τα παρακάτω:
Πρώτον, η άνοδος της ιδιωτικής κατανάλωσης και των επενδύσεων μηχανολογικού εξοπλισμού αναμένεται να ενισχύσει τις εισαγωγές, με αποτέλεσμα να υποχωρήσει η συμβολή των καθαρών εξαγωγών στoν ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης και να διευρυνθεί το έλλειμμα του εμπορικoύ ισοζυγίου.
Δεύτερον, η διατήρηση της τρέχουσας ήπιας δυναμικής του ρυθμού μεγέθυνσης ενδέχεται να μην επαρκεί για την ταχύτερη αποκλιμάκωση του ποσοστού ανεργίας.
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ο ρυθμός αύξησης της απασχόλησης στην Ελλάδα αναμένεται να παραμείνει θετικός, αλλά ελαφρώς επιβραδυνόμενος από 1,7% το 2018, στο 1,5% το 2019 και στο 1,3% το 2020.  

Δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης: Βασικά Γνωρίσματα

Η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας εξελίσσεται με γοργό ρυθμό.
Το ισοζύγιο ροών μισθωτής απασχόλησης του ιδιωτικού τομέα, σύμφωνα με τα στοιχεία από το πληροφοριακό σύστημα Εργάνη (Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης), παρέμεινε το 2018 θετικό για έκτο συνεχές έτος.
Όπως απεικονίζεται στο Γράφημα 1, το πρώτο τρίμηνο του 2019 ήταν θετικό και διαμορφώθηκε στις +48.880 θέσεις εργασίας, καταγράφοντας τη δεύτερη μετά την αντίστοιχη περυσινή, υψηλότερη επίδοσή του για το συγκεκριμένο τρίμηνο από το 2001 μέχρι σήμερα. Επιπλέον, οι νέες θέσεις εργασίας αφορούν σε μεγαλύτερο βαθμό – σε σύγκριση με το παρελθόν – σε θέσεις μισθωτής απασχόλησης σε σχέση με τους αυτοαπασχολούμενους.
Ο λόγος μισθωτών προς αυτοαπασχολούμενους αυξήθηκε στο 1,99 το 2018 από 1,94 το 2017 και 1,83 το 2007.
Ως προς το βασικό χαρακτηριστικό της κατανομής των νέων θέσεων εργασίας μεταξύ πλήρους, μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης, οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης (μερική και εκ περιτροπής εργασία) φαίνεται ότι κερδίζουν έδαφος, ιδιαίτερα κατά την τελευταία πενταετία («Η ελληνική οικονομία και απασχόληση», ΙΝΕ- ΓΣΕΕ, 2019).
Συγκεκριμένα, η αναλογία νέων συμβάσεων πλήρους απασχόλησης και ευέλικτων μορφών εργασίας ήταν 79% προς 21% το 2009, ενώ το 2018 τα αντίστοιχα ποσοστά διαμορφώθηκαν στο 45% και 55% (Γράφημα 2).
Ειδικότερα, από το 2014 και μετά, οι νέες προσλήψεις που αφορούσαν συμβάσεις μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης είναι σταθερά περισσότερες από τις μισές (54% επί των νέων συμβάσεων κατά μέσο όρο για την περίοδο 2014-2019).

Όσον αφορά τα επιμέρους δημογραφικά χαρακτηριστικά της αγοράς εργασίας ως προς την ηλικία, το φύλο και την περιοχή , αυτά έχουν ως ακολούθως:

Η ανεργία μειώθηκε τον Φεβρουάριο σε όλες τις ηλικιακές ομάδες σε σύγκριση με τον ίδιο μήνα του προηγούμενου έτους, με εξαίρεση την κατηγορία 25 – 34 ετών, της οποίας το σχετικό ποσοστό παρέμεινε στα ίδια επίπεδα, στο 25,4% (Πίνακας 1). Από την άλλη πλευρά, η μεγαλύτερη μείωση έχει καταγραφεί στους νέους 15 – 24 ετών, οι οποίοι και πλήττονται διαχρονικά περισσότερο από την ανεργία σε σχέση με τις υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες, με το σχετικό ποσοστό να διαμορφώνεται στο 38,8%, μειωμένο κατά 7,2 εκατοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με τον Φεβρουάριο του 2018 και κατά 17,0 εκατοστιαίες μονάδες σε σχέση με τα προ πενταετίας επίπεδά του.
Παρά τη σημαντική μείωση, η ανεργία στους νέους της συγκεκριμένης ηλικιακής ομάδας παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα.
Ως προς το φύλο, τόσο στους άνδρες, όσο και στις γυναίκες, η ανεργία βαίνει μειούμενη, αλλά το σχετικό ποσοστό μεταξύ των γυναικών εξακολουθεί να υπερβαίνει κατά 9 σχεδόν ποσοστιαίες μονάδες το αντίστοιχο των ανδρών, φθάνοντας στο 23,3%.
Επιπλέον, τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας καταγράφονται τον Φεβρουάριο στην ευρύτερη περιοχή Ηπείρου-Δυτικής Μακεδονίας (21,6%) και τα χαμηλότερα στην Κρήτη (16,8%) και την Αττική (18,1%).

googlenews

Ακολουθήστε το financialreport.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

close menu