Στην Ελλάδα υπάρχουν περίπου εννέα εκατομμύρια φορολογούμενοι, οι οποίοι συμπληρώνουν κάθε χρόνο 6,5 εκατομμύρια δηλώσεις. Οι φορολογούμενοι δηλώνουν περίπου 85 δισ. ευρώ συμπεριλαμβανομένων των τεκμηρίων και σηκώνουν φορολογικά βάρη περίπου 8,2 δισ. ευρώ. Ομως τα βάρη δεν μοιράζονται αναλογικά.
Οι 800.000 –τόσοι είναι όλοι– που εμφανίζουν ατομικό εισόδημα άνω των 20.000 ευρώ τον χρόνο είναι αυτοί που πληρώνουν το 65% του συνόλου των φόρων. Δηλαδή, στην Ελλάδα, οι 9 στους 10 πληρώνουν το ένα τρίτο των φόρων και ο ένας στους 10 πληρώνει τα δύο τρίτα.
Η εκτεταμένη φοροδιαφυγή στην Ελλάδα, η μη τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας σε συνθήκες ακραίας αύξησης των τιμών για τα δεδομένα της Ευρωζώνης αλλά και μια ελληνική «ιδιαιτερότητα» (η εφαρμογή πολύ υψηλού συντελεστή στη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων και μάλιστα από πολύ χαμηλά επίπεδα σε σύγκριση με τα ευρωπαϊκά δεδομένα) αποτυπώνονται πολύ έντονα στις φορολογικές δηλώσεις. Αναδεικνύουν δε την ανάγκη του να υλοποιηθεί ο στόχος που θέτει για την Ελλάδα όσο ο ΟΟΣΑ όσο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή: τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης.
Το να περιορίζονται τα δηλωθέντα εισοδήματα στα 80-85 δισ. ευρώ όταν το ΑΕΠ της χώρας φτάνει πλέον στα 205 δισ. ευρώ και οι ετήσιες δαπάνες που καταγράφονται στις έρευνες οικογενειακών προϋπολογισμών ξεπερνούν τα 130 δισ. ευρώ δεν υπακούει στη λογική και αναδεικνύει την έκταση της φοροδιαφυγής. Προφανώς, το γεγονός ότι 67,7% των φορολογουμένων εμφανίζουν ατομικό εισόδημα κάτω των 10.000 ευρώ, με αποτέλεσμα να πληρώνουν μόνο το 5% του συνόλου των φόρων, δεν οφείλεται μόνο στη φοροδιαφυγή αλλά και σε άλλους παράγοντες: στην υψηλή ανεργία, στη φτώχεια η οποία ξεπερνάει στην Ελλάδα το 25%, στην πολύ διαδεδομένη μερική απασχόληση ειδικά μετά την είσοδο της χώρας στα μνημόνια κ.λπ.
Ωστόσο, ένας από τους σοβαρούς λόγους που λειτουργούν αποτρεπτικά στο να εμφανιστεί περισσότερη φορολογητέα ύλη και να ανακατανεμηθούν τα φορολογικά βάρη είναι οι φορολογικοί συντελεστές. Οταν ο αυτοαπασχολούμενος, ο επιτηδευματίας ή ακόμη και ο μισθωτός γνωρίζουν ότι αν το δηλωθέν εισόδημά τους ξεπεράσει τις 20.000 ευρώ, αυτομάτως θα ενεργοποιηθεί ο συντελεστής του 28% (που σημαίνει ότι μαζί με τις ασφαλιστικές εισφορές θα παρακρατηθεί από το Δημόσιο πάνω από το 40% του όποιου πρόσθετου εισοδήματος), το κίνητρο για την απόκρυψη εισοδημάτων γίνεται ιδιαίτερα ισχυρό. Δεν είναι τυχαίο ότι η συντριπτική πλειοψηφία των αυτοαπασχολούμενων περιορίζεται στο να εμφανίσει ετήσια εισοδήματα έως 10.000 ευρώ. Αυτό συμβαίνει διότι μέχρι αυτό το επίπεδο εφαρμόζεται ο συντελεστής του 9%. Ούτε είναι τυχαίο ότι οι 9 στους 10 εισοδηματίες δεν ξεπερνούν τις 12.000 ευρώ τον χρόνο. Μέχρι αυτό το όριο εφαρμόζεται ο συντελεστής του 15% και αμέσως μετά εκτινάσσεται στο 35% ή και ακόμη υψηλότερα.
Η κατανομή των φορολογουμένων με βάση το εισόδημα αλλά και τον φόρο που πληρώνουν, αναδεικνύει και την έκταση του προβλήματος. Τα τελευταία αναλυτικά στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα προέρχονται από τις δηλώσεις του 2021 και αφορούν το 2020, έτος με ιδιαιτερότητες λόγω της πανδημίας (αναστολή συμβάσεων εργασίας, λειτουργίας επιχειρήσεων κ.λπ.). Ετσι, αναμένονται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τα ευρήματα από τις φετινές φορολογικές δηλώσεις, χωρίς όμως και εντυπωσιακές αλλαγές.
Στο εισόδημα των μισθωτών και των συνταξιούχων εκτιμάται ότι έχει στηριχτεί και πάλι η αύξηση της φορολογητέας ύλης, ενώ τα «μερίδια» μεταξύ των εισοδηματικών κλιμακίων δεν αλλάζουν σημαντικά από χρόνο σε χρόνο εκτός και αν υπάρξει κάποια ριζική μεταβολή στο φορολογικό σύστημα (σ.σ. όπως η μείωση του συντελεστή φορολόγησης των μερισμάτων που οδήγησε το 2021 σε τετραπλασιασμό των δηλωθέντων εισοδημάτων από μερίσματα).
Η συντριπτική πλειοψηφία των αυτοαπασχολουμένων εμφανίζει ετήσια εισοδήματα έως 10.000 ευρώ.
Τι δείχνουν οι κατανομές:
1. Στο σύνολο των 8,9 εκατομμυρίων φορολογουμένων ατομικό εισόδημα έως 10.000 ευρώ δηλώνει το 67,7% του συνόλου, δηλαδή έξι εκατομμύρια φορολογούμενοι. Αυτοί μοιράζονται το 28% του συνολικού εισοδήματος (ήτοι 24 δισ. ευρώ) και πληρώνουν το 4,93% του συνολικού φόρου, δηλαδή 400 εκατ. ευρώ.
2. Από 10.000 έως 20.000 ευρώ δηλώνει περίπου ο ένας στους τέσσερις. Είναι 2,07 εκατομμύρια φυσικά πρόσωπα με αθροιστικό εισόδημα 30 δισ. ευρώ (δηλαδή το 35% του συνόλου), οι οποίοι πληρώνουν και το 30% του συνολικού φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων (περίπου 2,4 δισ. ευρώ).
3. Από 20.000 έως 50.000 ευρώ δηλώνουν όχι περισσότεροι από 734.000 φορολογούμενοι οι οποίοι αντιπροσωπεύουν το 8,23% του συνολικού αριθμού φορολογουμένων, με τη διαφορά όμως ότι μοιράζονται το 23,28% των δηλωθέντων εισοδημάτων ή περίπου 20 δισ. ευρώ.
Αυτή η ομάδα είναι και ο μεγαλύτερος «αιμοδότης» του φορολογικού συστήματος καθώς καταβάλλουν το 40% του συνόλου των φορολογικών εσόδων της χώρας από τη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων. Σε αυτή την ομάδα εξαντλείται μάλιστα και η φορολογική αυστηρότητα καθώς ενεργοποιείται μέχρι και ο ανώτατος συντελεστής του 44%.
4. Στα εισοδήματα από 50.000 ευρώ και άνω, οι κρατήσεις για φόρους και εισφορές φτάνουν πλέον ακόμη και στο 60%. Γι’ αυτό και εντοπίζονται λιγότεροι από 70.000 πολίτες, οι οποίοι όμως πληρώνουν το 25% των φόρων. Το ένα τέταρτο των φόρων δηλαδή καταβάλλεται από τον 1 στους 100 (και κάτι λιγότερο).
Το 55% πληρώνει στην εφορία έως 150 ευρώ τον χρόνο
Τι σημαίνει φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων για τα 6,5 εκατομμύρια νοικοκυριά που υποβάλλουν κάθε χρόνο φορολογική δήλωση; Για το ένα στα τέσσερα νοικοκυριά (για την ακρίβεια για το 25,4% του συνόλου) απολύτως τίποτα, διότι δεν προκύπτει καθόλου φόρος. Υπάρχει και ένα πρόσθετο ποσοστό της τάξεως του 21,2% (αντιστοιχεί σε περίπου 1,4 εκατ. νοικοκυριά) που επιβαρύνεται με έως 15 ευρώ σε ετήσια βάση. Αρα, περίπου τα μισά νοικοκυριά είτε δεν πληρώνουν τίποτα είτε καταβάλλουν μέχρι 15 ευρώ τον χρόνο.
Η περαιτέρω ανάλυση της κατανομής δείχνει ότι το 55% πληρώνει λιγότερα από 150 ευρώ σε ετήσια βάση, δηλαδή λιγότερα από 12 ευρώ τον μήνα. Αυτό το ποσό δεν αφορά το αποτέλεσμα του εκκαθαριστικού (σ.σ. το οποίο δεν αποτυπώνει ξεκάθαρα την ετήσια φορολογική επιβάρυνση λόγω των παρακρατήσεων αλλά και των προκαταβολών) αλλά τον ετήσιο φόρο που αναλογεί στο κάθε νοικοκυριό. Τι σημαίνει αυτό στην πράξη; Οτι το ελληνικό Δημόσιο έχει καταλήξει να εισπράττει περισσότερο φόρο από μια απόδειξη του σούπερ μάρκετ της τάξεως των 150 ευρώ (σ.σ. μόνο από τον ΦΠΑ στη συγκεκριμένη απόδειξη αναλογεί φόρος της τάξεως 25 ευρώ ανάλογα και με τη σύνθεση των αγορών) από ό,τι καταβάλλει ολόκληρο τον χρόνο καθένα από τα 3,2 εκατομμύρια νοικοκυριά που δηλώνουν και τα χαμηλότερα εισοδήματα.
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ:
- Μητσοτάκης: Θα στραφούμε στην περαιτέρω ανακούφιση της μεσαίας τάξης
- Έφυγε από τη ζωή ο επιχειρηματίας Δημήτρης Χαΐτογλου
- ΥΠΕΘΟ και ΑΑΔΕ στο Ζάππειο: Έρχονται 4 νέα εργαλεία στην μάχη κατά της φοροδιαφυγής το 2025
- Έρευνα Pulse: Το 49% των ελεύθερων επαγγελματιών θεωρεί άδικη τη φορολόγησή τους
- Ευρωπαϊκές αγορές: Ήπια κέρδη – Βούλιαξε 15,5% η JD Sports
- Ο Πούτιν απειλεί τη Δύση: «Σε περίπτωση κλιμάκωσης, θα απαντήσουμε συμμετρικά»
- Bloomberg: Η Ελλάδα σχεδιάζει να αντλήσει από τις αγορές 8 δισ. ευρώ με νέα ομόλογα το 2025
- Trastor: Εξαγόρασε από την Prodea χαρτοφυλάκιο γραφείων αξίας 69,19 εκατ. ευρώ
Ακολουθήστε το financialreport.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις