Loading
Ένα υβριδικό μοντέλο λειτουργίας της ενιαίας αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας πρότεινε η ελληνική κυβέρνηση στην Ε.Ε.
Στόχος είναι η μεγαλύτερη συμμετοχή των ΑΠΕ, της αποθήκευσης ενέργειας, των πυρηνικών και των υδροηλεκτρικών στη διαμόρφωση του κόστους της ηλεκτροπαραγωγής, αλλά και τη διατήρηση του σημερινού status quo της αποζημίωσης των μονάδων ορυκτών καυσίμων με βάση την Οριακή Τιμή Συστήματος.
Το βασικό επιχείρημα της ελληνικής αντιπροσωπείας στηρίζεται στο ότι η συμμετοχή του φυσικού αερίου στο μείγμα της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας των 27 κρατών-μελών έχει υποχωρήσει πια στο 20%. Εντούτοις οι ακριβότερες μονάδες αερίου είναι εκείνες που καθορίζουν την Οριακή Τιμή Συστήματος, διαμορφώνοντας μία, με απλά λόγια, ακριβή χονδρεμπορική αγορά.
Αν και οι ΑΠΕ, τα πυρηνικά, οι υδροηλεκτρικοί σταθμοί, η αποθήκευση ενέργειας καλύπτουν τα 2/3 του μίγματος, εντούτοις η επικράτησή τους στην ηλεκτροπαραγωγή δεν αντανακλάται στο συνολικό κόστος.
Η ελληνική πρόταση, σύμφωνα με πληροφορίες, δεν παραγνωρίζει το γεγονός πως οι τεχνολογίες παραγωγής πράσινης και καθαρής από ρύπους ενέργειας δεν είναι πάντα διαθέσιμες αλλά τονίζει πως το κόστος των συγκεκριμένων μονάδων έχει υποχωρήσει θεαματικά και αυτό δεν λαμβάνεται υπόψη στο σημερινό μοντέλο της αγοράς ηλεκτρισμού.
Στο σχετικό ενημερωτικό σημείωμα που διένειμε η ελληνική αντιπροσωπεία στους υπόλοιπους 26 υπουργούς αναφέρονται ως τεκμηρίωση της παραπάνω θέσης τα ακόλουθα: «Έτσι, σε περισσότερες από τα 2/3 των περιπτώσεων, η τιμή εκκαθάρισης της χονδρικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας αντανακλά το κόστος του φυσικού αερίου. Για παράδειγμα, για τιμή φυσικού αερίου 100 ευρώ/MWh και 80 ευρώ/τόνο CO2, η τιμή χονδρικής της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας είναι περίπου 220 ευρώ/MWh.
«Ωστόσο», συνεχίζει το κείμενο, «το πραγματικό συνολικό μέσο κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας είναι σημαντικά χαμηλότερο. Η πυρηνική ενέργεια, οι ανανεώσιμες και οι υδροηλεκτρικές πηγές, που παράγουν σχεδόν τα δύο τρίτα της συνολικής ισχύος στα κράτη-μέλη της ΕΕ, έχουν συνολικό σταθμισμένο κόστος, συμπεριλαμβανομένου του κόστους κεφαλαίου, κάτω από τα 100 ευρώ/MWh».
Και επιπλέον καταλήγει στο συγκεκριμένο σημείο: «Με άλλα λόγια, το συνολικό μέσο κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας είναι συστηματικά περίπου 50-60% μικρότερο από το οριακό κόστος. Παρ' όλα αυτά, το τελευταίο είναι αυτό που οδηγεί τις τιμές καθαρισμού της αγοράς και τις πληρωμές των τελικών πελατών».
Η πρόταση μεταρρύθμισης
Η ελληνική κυβέρνηση στην πρότασή της περιγράφει τη λειτουργία δύο αγορών που θα συνδέονται μεταξύ τους για την ανάγκη κάλυψης των φορτίων ηλεκτρικής ενέργειας.
Αλλά στη μία θα εντάσσονται οι τεχνολογίες παραγωγής ενέργειας χαμηλού ή οριακού κόστους. Πρόκειται για τις ΑΠΕ και την αποθήκευση που συνδέεται με αυτές, τα πυρηνικά εργοστάσια, οι υδροηλεκτρικοί σταθμοί και οι σταθμοί συμπαραγωγής υψηλής απόδοσης.
Οι παραγωγοί της αγοράς αυτής θα υποβάλουν στην αγορά επόμενης ημέρας (DAM) προσφορές όγκου και όχι οικονομικές προσφορές. Οι προσφορές βάσει όγκου αντικατοπτρίζουν τις καλύτερες δυνατές προβλέψεις για τη λειτουργία τους την επόμενη μέρα. Με την προσφορά αυτή αναλαμβάνουν την ευθύνη για τη λειτουργία σε πραγματικό χρόνο, υπόκεινται σε κόστος απόκλισης και μπορούν να συμμετέχουν στις ενδοημερήσιες αγορές και στις αγορές εξισορρόπησης. Οι αμοιβές τους θα γίνεται με βάση τις συμβάσεις λειτουργικής ενίσχυσης, τα PPAs και όποιες άλλες συμφωνίες με εγγυημένες τιμές έχουν συνάψει.